Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

Το φάρμακο της λήθης


Ο ουρανός αμίλητος έσκυβε πάνω από τις σιωπές μας.
Αφουγκραζόταν το άδικο ανάμεσα μας.
Και τότε ήρθαν εκείνες οι μέρες.

Μέρες γεμάτες, μέρες κενές.
Μέρες που κυλούν ίδιες ό,τι και αν συμβαίνει.
Μα έρχονται τα βράδια.

Και τότε
σαν διάσπαρτοι στίχοι οι αναμνήσεις
Οι στιγμές
Γυρνούν.

Πάνω σε φτερά πεταλούδας.
Πάνω σε τσαλακωμένα σεντόνια.
Σε ένα μαξιλάρι που μένει πάντα αδειανό.
Σε κύματα που λικνίζονται με νωχελικό ρυθμό.
Τριγυρίζουν και βασανίζουν.

Για ένα τέλος που ποτέ δεν ήρθε
κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια.

Δώσε στη μνήμη μου
το φάρμακο της λήθης
κι ύστερα
ας παραδοθούμε στην ροή του χρόνου.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Περι κατάληψης της μνήμης


Καθε φορά που τις κατηφόρες της ζωής μου βλέπω
αναρωτιέμαι
πόσο πρέπει να κυλίσω;

Κάθε φορά που γίνομαι ζώο
αναρωτιέμαι
πόσο ακόμα απέχω από τον άνθρωπο;

Κάθε φορά που αναλώνομαι
απορώ
πόσο ακόμα θέλω για να ολοκληρωθώ;

Και κάθε φορά που θέλω το χρόνο πίσω να γυρίσω
σκέφτομαι
πώς θα μπορέσω να ξεχάσω;

Μα κάθε φορά
κάνεις κατάληψη στη μνήμη μου.
Βρίσκεσαι εκεί σε κάθε ώρα, κάθε λεπτό.
Μικρές μονάχα διακοπές
όταν ανοίγουν τα φώτα.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Κυματοθραύστες


Ξέρω πως βρεθήκαμε εκεί στο λίκνο που κοιμούνται οι ψυχές πριν γεννηθούν.
Γνωρίζω πια.
Βγαίνοντας από τη λήθη, μαθαίνει κανείς την αλήθεια.
"Και δε γνωρίζει το κακό κανείς, αν δε του λάχει πρώτα"  *
Είτε είναι έτοιμος κανείς, είτε όχι η αλήθεια έρχεται και τον χτυπά κατάμουτρα.
Σαν ξεροβόρι,
σαν σταγόνες καταιγίδας
που γδέρνουν το πρόσωπο μου,
σαν ξυράφια
που κάθε φορά
μα κάθε φορά
χαράζουν τις αυλακιές της ψυχής μου.
Κι ας είσαι το μόνο πράγμα
που τις δημιούργησε,
που τις διέλυσε
που τις περιποιήθηκε
που τις λάτρεψε
που τις ξαναγέννησε
ας είσαι η ζωή και ο θάνατος τους
η γέννηση και η καταστροφή τους.
Θυμάμαι κάποτε στα μάτια σου καθρέφτισα
το έρεβος της ψυχής μου
θυμάμαι κάποτε στα μάτια σου πως κοίταξα
κατάματα τον εαυτό μου.
Και τότε δε δείλιασα,
τότε δεν κοντοστάθηκα
προχώρησα ορμητικά στο αντίθετο του θανάτου
παραδόθηκα ολοκληρωτικά σε μια τρέλλα που όμοια της δεν υπήρξε
και δυο φωτεινά αστέρια κρύφτηκαν για πάντα στην καρδιά μου.
Θυμάμαι ακόμα πως δεν τρόμαξες
θυμάμαι ακόμα πως το άντεξες
να βλέπεις να ζω και να μη ζω
να βλέπεις τον κάθε θάνατο και την κάθε γέννηση μου.
Και ας έγδαραν τ' αστέρια την ψυχή μου.
Και τώρα μη μιλάς,
τα λόγια σπάνια είναι αναγκαία σε τέτοιες περιστάσεις.
Έλα μονάχα την ώρα που σωπαίνουν οι ψυχές
κι αγκάλιασε με.
Σταμάτησε το χρόνο πριν έρθει το καλοκαίρι
στμάτησε το χρόνο πριν η θάλασσα βρέξει τη θνητότητα μας
σταμάτησε το χρόνο σε ένα παγωμένο χειμώνα
όπως τα κύματα σταματούν
πάνω στους κυματοθραύστες.

*  "Ερωτόκριτος" -Βιτσέντζος Κορνάρος

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Το βάζο


Είναι ένα βάζο παλιό  που στέκεται μονάχο πάνω στο τραπέζι.
Απάνω του έχει ζωγραφισμένες διάφορες ζωγραφιές, με πινελιές που χάραξαν τα σωθικά του.
Αυτό το βάζο σε μια πλευρά έχει λίγο ραγίσει
και όμως ακόμα στέκει εκεί
και όμως ακόμα φυλάει τη χρησιμότητα του.

Έχουν καιρό λουλούδια να μπουν μέσα σ' αυτό το βάζο.
Ακόμα και τώρα θυμάται τις αισθαντικές του εκείνες στιγμές.
Εκεί που στα τοιχώματα του εσώτερου είναι του ακουμπούσαν οι μακρυές επεκτάσεις των ανθών.

Κάθε φορά που ένα νέο λουλούδι βυθιζόταν μέσα του
κάθε φορά που μύρισε ένα νέο ανθό
τότε αισθανόταν τη χρησιμότητα του
τότε αισθανόταν στ' αλήθεια ζωντανό.

Μ' αλήθεια έχουν καιρό να μπουν λουλούδια σ' αυτό το βάζο.
Τώρα αισθάνεται άχρηστο, είναι εν' άδειο βάζο.
Εν' άψυχο αντικείμενο, κοινό σαν όλα τ' άλλα.
Και θέλει να φωνάξει, πασχίζει να ουρλιάξει για τη χρησιμότητα του.
Προσπαθεί να πει πως δεν πήγαν όλα άδικα, πως δεν είν' όλα χαμένα.
Ούτε τα λουλούδια που φιλοξένησε στο βάθος του,
ούτε οι πινελιές του ζωγράφου που χάραξαν τα σωθικά του.

Θυμάται σαν τώρα το πρώτο λουλούδι που μπήκε εντός του.
Ήταν σκληρό, σχεδόν το έγδαρε στο εσωτερικό του.
Ώσπου ήρθε η μαγική στιγμή που κάποιο χέρι αόρατο το γέμισε νερό.
Τότε μια γλυκιά αρμονία απλώθηκε στο είναι του.
Κάθε κομμάτι του ένιωσε τη γλυκύτητα του υγρού στοιχείου στο κέντρο του οποίου και εντός του
έπλεε το λουλούδι.

Και αυτό συνέβαινε συχνά, σχεδόν καθημερινά,
αυτή η αλλαγή του νερού μέσα του προκειμένου το λουλούδι του να μη μαραθεί.
Ναι ήταν αλήθεια. Το βάζο είχε ερωτευτεί το λουλούδι του.

Κι υστερα ήρθαν και άλλα, και άλλα, και άλλα.
Και έτσι το βάζο γέμιζε, έτσι το βάζο άδειαζε
έτσι περνούσε ο καιρός έτσι περνούσαν τα χρόνια.

Μονό που να!
Πάνε χρόνια πια που δεν έχει δεχτεί λουλούδι μέσα του.
Πέρασε ο καιρός, πάλιωσε, έγινε ένα γερασμένο βάζο παρατημένο μονάχο επάνω στο τραπέζι.
Πέρασε ο καιρός.
Περάσαν άλλα βάζα, μεγαλύτερα και ωραιότερα από αυτό
βάζα που δέχτηκαν άλλα λουλούδια στα σωθικά τους.

Και κάπως έτσι άρχισε να αμφιβάλλει για τη χρησιμότητα του.
Μόνο που
μέσα του
βαθιά
γνώριζε
Το σημαντικότερο από όλα δεν ήταν τα λουλούδια που πέρασαν από μέσα του.
Το σημαντικότερο ήταν
εκείνες οι πινελιές του ζωγράφου
που είχαν χαράξει τα σωθικά του.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Η βασίλισσα


Φορούσε το στέμμα στο κεφάλι. Τα γκρίζα της μαλλιά λαμπύριζαν απο το φως του φεγγαριού δείχνοντας τη φιγούρα της στον τοίχο σαν μια από τις σκιές του ένδοξου παρελθόντος της. Κάτι τέτοιες στιγμές, τις στιγμές της απόλυτης μοναξιάς της, έρχονταν οι εικόνες αλλοτινών καιρών στο μυαλό της.

Παιχνίδια, γέλια, τραγούδια, μουσικές, δεξιώσεις, όλα τα είχε ζήσει.
Μόνο που τώρα απέμενε μονάχη κλεισμένη σε αυτό εδώ το σπίτι μαζί με τους παράξενους υπηκόους της και τα οράματα της.
Άλλοτε έβλεπε πως ταξίδευε σαν πουλί πάνω από τα βουνά.
Άλλοτε πως κολυμπούσε σα δελφίνι μέσα τη θάλασσα.
Άλλοτε ερχόντουσαν στο μυαλό της στιγμές μιας άλλης ζωής, μιας άλλης γυναίκας που τις έζησε τότε.
Ταξίδια σε όλο τον κόσμο.
Από τα στενά και βρώμικα σοκάκια της Σμύρνης, στα πλακόστρωτα δρομάκια της Ιταλίας.
Από τα δάση της Γερμανίας, μέχρι το πολύβουο και μαγευτικό Άμστερνταμ.
Μόνο που τώρα απέμενε μονάχη κλεισμένη σε αυτό εδώ το σπίτι μαζί με τους παράξενους υπηκόους της και τα οράματα της.
Και οι έρωτες.
Αυτοί οι έρωτες.
Εκείνοι που είχαν σημαδέψει την ψυχή της.
Πόσο λαχταρούσε τα μάτια εκείνου του αγοριού που είχε αντικρύσει κάπου εκεί στα δώδεκα της;
Πόσο αναπολούσε το ρίγος και τον πόνο της πρώτης της φοράς;
Πόσο πολύ θα θυμόταν εκείνον με τα κερασένια χείλη που ταξίδευε και όλο γυρνούσε στο λιμάνι της;
Α! μα αδιαμφισβήτητα είχε μεγάλο βασίλειο.
Τόσο που από το φθόνο των πολλών ερήμωσε.
Και έμεινε τώρα αυτή, εδώ, μονάχη, με το στέμμα στο ασημένιο της κεφάλι.
Ώρες ώρες της ερχόταν να εκραγεί. Πως κατάφερε να πονέσει τόσ τον εαυτό της;
Ώσπου συνέβη το παράδοξο...

Τη θυμάται σαν τώρα τη μέρα.

Είχε ξυπνήσει το πρωί και οι υπηρέτες είχαν όλοι εξαφανιστεί. Εφτιαξε μόνη τον καφέ της και άνοιξε το ραδιόφωνο. Παραδόξως δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι άνθρωποι μιλούσαν μια ακατανόητη σε αυτήν γλώσσα. Και τότε ήταν που χτύπησε το κουδούνι.
Άνοιξε ράθυμα την πόρτα και βρέθηκε μπροστά σε δύο από τους αυλικούς της. Μα επιτέλους που είχαν εξαφανιστεί;
Ως ένδειξη μετανοίας οι δύο νέοι της πρότειναν να τη συνοδέψουν στον πρωινό της περίπατο προς τα ανάκτορα.
Μπήκε έτσι στην υπερσύγχρονη  άμαξα της, ώσπου έφτασαν. Μόνο που δεν είχε ξαναδεί αυτό το μέρος. Εκεί άρχισε λίγο να μπερδεύεται ώσπου τις είδε.

Δύο νέες κοπέλες με στολή ήρθαν προς το μέρος της. Ήταν πράγματι πολύ ευγενικές όπως όφειλαν όλοι οι υπήκοοι απέναντι στη βασίλισσα τους. Αλλά στ' αλήθεια δε θυμόταν να έχει δώσει εντολή να φοράνε αυτές τις άσπρες στολές.

Και τότε σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό.
Ένα απαλό ψιλόβροχο είχε αρχίσει να νοτίζει το χώμα.
Πρόσεξε μια ταμπέλα πάνω από την πόρτα της εισόδου

Έγραφε:
"Ψυχής Ιατρείον".

Κατάλαβε επιτέλους. Οι αγαπημένοι της υπήκοοι  είχαν καταλάβει τον πόνο της ψυχής της.
Μα πόσο αλήθεια  τη λάτρευαν που την είχαν φέρει να γιατρευτεί για να ξαναδώσει χαρά στο βασίλειο τους.
Να γιατρευτεί από όσα μάτωναν την ψυχή της τόσα χρόνια.
Και κυρίως να γιατρευτεί από εκείνον τον παράξενο ταξιδιώτη με τα κερασένια χείλη...

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018

Οι σκιές μας υπάρχουν γιατί υπάρχουμε εμείς



"Οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι."

Σοφοκλής, "Αντιγόνη"

Τι φοβόταν αλήθεια; Τι; Αφού γνώριζε πως ο φόβος είναι κάτι το ανύπαρκτο. Κι όμως φοβόταν. Μέσα σε αυτή τη νυχτερινή ησυχία, μόνη της στο δωμάτιο, χωρίς ίχνος φωτός στο σπίτι οι σκέψεις της την ταλαιπωρούσαν όπως πάντα. Σηκώθηκε και άναψε ένα κερί. Το φως του τρεμόπαιξε με τη σκιά της. Ήταν πάλι η ώρα...

Ο διάλογος με τη σκιά της γνωστός. Καιρό τώρα συζητούσαν τις ανησυχίες και τις σκέψεις της για το μέλλον. Τα άγχη της και τις έγνοιες της. Και πάντα κατέληγαν στο να γίνεται αυτό που θέλει η σκιά της. Πάντα υποχωρούσε σε εκείνη. Σήμερα όμως το είχε πάρει απόφαση. Θα επαναστατούσε. Δε θα της περνούσε πάλι. Όχι κι αυτή τη φορά. 

Για αρχή της γύρισε την πλάτη. Ήταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό στη σκιά της. Της γύρισε την πλάτη και έμεινε ακίνητη ακούγοντας τη σιωπή. Τίποτα δε συνέβη. Ήδη, ένιωθε μια μεγάλη νίκη μέσα της. Είχε αναρωτηθεί πολλές φορές στο παρελθόν τι θα γινόταν αν γυρνούσε την πλάτη στη σκιά της. Μήπως θα την κάρφωνε με ένα μαχαίρι διαπερνώντας τα σωθικά της; Μήπως θα την έπνιγε στα βουβά, κρατώντας μονάχα μια τελευταία ανάσα για τη δική της απόλαυση;

Μα τι σκεφτόταν τόσο καιρό; Τι αηδίες; Αφού αν την σκότωνε, τότε θα πέθαινε και η ίδια.

Η σκιά της υπήρχε γιατί υπήρχε και αυτή.

Οι σκιές μας υπάρχουν γιατί υπάρχουμε εμείς.

Άξαφνα συνειδητοποίησε τη δύναμη της. Κατανόησε την εξουσία που ασκούσε πάνω στη σκιά της. Η σκιά της ζούσε από εκείνη, τρεφόταν από εκείνη, είχε δύναμη εξαιτίας εκείνης. Τότε όλο της το είναι αναθάρρησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε προς το ραδιόφωνο. Το άνοιξε στον αγαπημένο της σταθμό, αυτόν που πάντα έπαιζε κλασική μουσική. Οι νότες ξεχύθηκαν απαλές στο χώρο.

Και τότε γύρισε. Κοίταξε κατάματα τη σκιά της και την πρόσταξε να μιλήσει. Για πρώτη φορά εκείνη παρέμενε βουβή. Για πρώτη φορά δε τη διέταζε να κάνει κάτι. Ένιωθε τόσο δυνατή αλήθεια. Τόσο δυνατή. Κι όμως ξαφνικά, οι λέξεις ήρθαν στα αυτιά της.

"Τι θέλεις πάλι ηλίθια; Τι δεν κατάλαβες; Νόμιζες πως θα με νικούσες με τα τεχνάσματα σου;"

Όχι, όχι δεν ήταν δυνατόν. Ένας αδιόρατος φόβος έσφιξε την καρδιά της. Δε μπορούσε να συμβαίνει. Αφού είχε σταματήσει να φοβάται. Αφού τώρα πια ήταν δυνατή.
Η σκιά όμως συνέχιζε χτυπώντας όλες τις αδυναμίες της.

"Είσαι μια χοντρή, κακομούτσουνη, με πεσμένα βυζιά και κυτταρίτιδα. Είσαι ένα τίποτα, ένα σκουπίδι, ένα μηδενικό. Ό,τι σου συμβαίνει το αξίζεις. Έτσι σου πρέπει, να σκύβεις το κεφάλι και να μην αντιμιλάς. Να ματώνει το σώμα και η ψυχή σου και εσύ να το βουλώνεις. Πήγαινε τώρα να πάρεις την εκδίκηση σου εκεί που νομίζεις ότι αυτό είναι εφικτό. Με εμένα όμως, θα είσαι πάντα δεμένη, πάντα υπάκουη. Θα φτάσεις στο άλλο άκρο του κύκλου. Θα φτάσεις να με αγαπάς."

Κοίταζε τη σκιά της με μάτια βουρκωμένα. Αυτή ήταν η χοντρή, αυτή ήταν η ανάξια, αυτή ήταν το τίποτα. Παραδόθηκε στη δύναμη της μουσικής. Μέσα της φούντωνε η οργή. Κάποιος θα την πλήρωνε πάλι. Κάποιος άλλος εκτός από τη σκιά της...

Αλήθεια όμως. Ως πότε θα υποχωρούσε; Ως πότε θα ήταν υπάκουη; Ως πότε θα φοβόταν τη σκιά της; Πήρε μια βαθιά ανάσα. Οι μελωδίες γαλήνευαν την ψυχή της. Σιγά σιγά, δειλά δειλά, άρχισε να ψιθυρίζει...

ταν δὴ μὴ σθένω, ὅταν δὴ μὴ σθένω..."

Σαν πρόσωπο αρχαίας τραγωδίας άρχισε να λικνίζεται στο ρυθμό των οργάνων της ορχήστρας.

"Τι κάνεις εκεί ηλίθια;"
"Χορεύω"
"Και τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις;"
"Όταν δὴ μὴ σθένω, ὅταν δὴ μὴ σθένω..."
"Είσαι ηλίθια"
"Μπορεί. Τώρα όμως χορεύω. Και εσύ ..."
"Και εγώ;"
"Εσύ..."
"Εγώ;"
"Εσύ , σκάσε πια! Βούλωσε το!"

Ο χορός της έγινε όλο και πιο γρήγορος, όλο και πιο έντονος.
Τώρα πια δεν υπήρχε αυτή, δεν υπήρχε η σκιά της.
Τώρα πια ο κόσμος ήταν μονάχα ήχος , ο κόσμος ήταν μονάχα μουσική.
Άρχισε να στριφογυρνά γύρω από τον εαυτό της.
Είχε χαθεί, δε χόρευε, δεν πατούσε στη γη. Δεν υπήρχε πια εκεί.
Αισθανόταν τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν.
Ζαλιζόταν.
"Όταν δὴ μὴ σθένω..."
Σιγά σιγά πήρε να ξημερώνει.
Το κερί είχε εδώ και ώρα λιώσει.

Ώρες, μέρες, εβδομάδες μετά βρήκαν δίπλα της ένα χαρτί.
Είχε γραμμένη μία μονάχα λέξη:

επαύσομαι".

Οι Ισμήνες τριγύρω τότε είπαν:

"Ἀρχὴν δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα".

Είχε πάλι όμως πέσει η νύχτα. Το θρόισμα των φύλλων, ο αχός των κυμμάτων, οι στάλες της βροχής έφερναν το μήνυμα. Το μήνυμα που καθόριζε το τέλος. Το μήνυμα που άκουσαν οι Ισμήνες και έσκυψαν υπάκουες το κεφάλι:

"Όταν δὴ μὴ σθένω..."

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Της μοναξιάς τ' ανάλαφρα χνάρια


Ξύπνησε βρίσκοντας άδειο το κρεββάτι από τη μοναξιά του.
Του φάνηκε περίεργο γιατί την είχε συνηθίσει. Σε μια άλλη πραγματικότητα το κρεββάτι θα ήταν αυτό που θα ξυπνούσε αφήνοντας τον άνθρωπο στη μοναξιά της ύπαρξης του.
Ας είναι.
Ακόμα δεν άλλαξε ο κόσμος.
Ακόμα.

Εδώ και εκεί πουλιά τριγυρνούσαν ερωτοτροπώντας δειλά με το φως που αχνοφαινόταν μέσα από τα κλαδιά των δέντρων. Ποτέ δεν έμεναν στο ίδιο κλαδί, ποτέ δεν έμεναν πολύ.
Έτσι ζούσαν τη φύση τους.
Κι ας έχουν σε ένα μέρος μόνο τη φωλιά τους.

Ας επιστρέψουμε σ' εκείνον όμως.
Ποιος τον ξέρει;
Ποιος τον είδε;
Για ποιο κόσμο πλάστηκε;
Το μόνο που ξέρουμε γι αυτόν είναι το ξύπνημα του σ' ένα άδειο κρεββάτι
αφού η μοναξιά του επέλεξε κι απόψε αλλού να κοιμηθεί.
Και ίσως να μη μάθουμε τίποτα περισσότερο ποτέ.
Ίσως να μη γίνει ποτέ σε εμάς γνωστό ότι κάθησε κάτω από ενα παγκάκι στον ίσκιο ενός γερασμένου δέντρου αγναντεύοντας τη θάλασσα πριν εκείνη πάρει όλες τους τις σκέψεις.
Ίσως να μη μάθουμε ποτέ ότι δείπνησε με τις νεράιδες των δασών που πλάστηκαν από αστρόσκονη.

Ίσως το μόνο που να μας αρκεί να είναι η μοναξιά του ειδώλου του, ο αντικατοπτρισμός της σκέψης του στον καθρέφτη της ύπαρξης του. Και ίσως να μην είναι όσα νομίζουμε. Ίσως να μην είναι όσα φαίνεται. Ίσως να είναι κάτι άλλο τελικά.

Μας αρκεί;
Ναι; Όχι; Γιατί;
Μα ποιοι στο κάτω κάτω είμαστε εμείς που θέλουμε να μάθουμε;
Τι μας ενδιαφέρει;
Τι γέννησε την περιέργεια μας;
Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Κι ύστερα
Αυτός
Το μόνο που θέλησε
ήταν ξυπνώντας να βρει στο πλάι του τη μοναξιά του.
Ήταν ξυπνώντας
να την κοιτάζει κατάματα και να αφήνει ελεύθερες τις σκέψεις του
σαν τα ελεύθερα πουλιά που ερωτοτροπούσαν με τα δέντρα
ελεύθερα ν' αφήσει τα λόγια και τα μάτια του να στήσουν χορό
πάνω στ' αόρατο κορμί
πάνω στους αόρατους ιστούς που είχαν υφάνει την ψυχή του.

Κι ύστερα έβλεπε πάλι τα σεντόνια αδειανά και τσαλακωμένα
του έμοιαζαν σα να είναι τα σάβανα των ονείρων του
σαν τα κύματα της θάλασσας
που σκέπαζαν σαν πέπλα την πραγματικότητα του.

Κι έτσι σηκώθηκε
αφού στην μοναξιά του έδειξε άλλο δρόμο
και κατέβηκε στη θάλασσα.

Έκατσε στο παγκάκι του και κοίταζε με τις ώρες.
Άκουγε τα λόγια της.
Άκουγε τη μουσική της.
Αρχαϊκοί μονόλογοι νανούριζαν την ψυχή του.

Ξαφνικά του φάνηκε όλος ο κόσμος ένα τεράστιο σκηνικό.
Μπροστά του, μέσα στη θάλασσα παιζόταν η παράσταση.
Και αυτός πρωταγωνιστής μαζί και θεατής.
Λαθρεπιβάτης ενός πλοίου χωρίς προορισμό,
χωρίς εισητήριο.

Και όμως έβλεπε την πιο ωραία παράσταση που είχε δει μέχρι τότε στη ζωή του.
Στο άδειο κρεββάτι εκείνος.
Η μοναξιά του όρθια.
Και μέσα στο σκοτάδι άκουγε τα λόγια αρχαίας τραγωδίας.
Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη θάλασσα.
Το νερό κρύο ακούμπαγε το σώμα του.
Τα κύματα σηκώθηκαν καλύπτοντας τη σκηνή.
Και χάθηκε σε έναν ύπνο
-ή μήπως ήταν ξύπνιος;-
δίχως όνειρα.
Ακούγοντας μονάχα τη μοναξιά του
να σιγοπερπατά καθώς άφηνε άδεια τα σεντόνια της νύχτας να τον καλύψουν
καθώς την έβλεπε να φεύγει μέσα στο σκοτάδι
αφήνοντας άδειο δίπλα του το κρεββάτι.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Ο πίνακας


Είναι ένας πίνακας παλιός στον τοίχο κρεμασμένος
είναι ένας πίνακας λευκός μ' αόρατες ζωγραφιές
Μ' αυτόν τον πίνακα εγώ από παιδί πασχίζω
από παιδί πασχίζω να συμφιλιωθώ.

Κι είναι στιγμές που έρχονται και πότε είμαστε φίλοι
είναι στιγμές που έρχονται και πότε είμαστε εχθροί
Μα ένα τέτοιο πίνακα όλοι μας κουβαλάμε
άλλοι που τον γνωρίζουμε και άλλοι τον αγνοούν

Είναι οι πίνακες αυτοί στιγμές μας περασμένες
είναι οι πίνακες αυτοί όνειρα του χαμού
Πάντοτε άδειοι μένουν και πάντοτε λευκοί
πάντοτε περιμένουν να ζωγραφιστούν

Κι έρχονται μέρες κάποτε που γεμίζουν χρώμα
έρχονται άλλες πάλι που μένουνε λευκοί

Είναι ένας πίνακας παλιός στον τοίχο κρεμασμένος
που περιμένει κάποτε να ζωγραφιστεί
είναι ένας πίνακας λευκός καθρέφτης του εαυτού μας
είναι ένας πίνακας παλιός που πάντα μένει εκεί.

Αλίμονο αν δεν υπήρχε ο πίνακας αυτός
Αλίμονο αν τα χρώματα μένανε εντός μας.
Οι πίνακες μας διάλεξαν τα χρώματα για εμάς
και σαν καθρέφτες μας κοιτούν, σαν δικαστές στυγνοί.

Ως πότε θα παραμένουμε σαν πίνακες λευκοί;
Ως πότε θα περιμένουμε ν' ανθίσει η ζωή;

Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Το λίγο της στιγμής


Ευχή και κατάρα 
πάγος και φωτιά
όνειρο και εφιάλτης

Όλα τα άγγιξα
όλα τα γεύτηκα
Κι όμως
Τίποτα δε μου ήταν αρκετό
Πάντα το "λίγο από το παράδοξο πολύ"
ήταν αυτό που με όριζε
με καθόριζε
με μέτραγε
με έκοβε στα δύο

Και έτσι
Φτάνοντας σε Ιθάκες που μονάχα είχα φανταστεί

Μάτωσα τα όνειρα μου
έκρυψα τις σκέψεις και τα λόγια μου
Έχασα τον εαυτό μου
για να βρω το είναι μου σε απόμερες ακρογιαλιές.

Κι όμως δε φοβάμαι.
"Στους δειλούς μονάχα ταιριάζει η φυγή".
Κοιτάω το παρελθόν μου
που μοιάζει οδηγός του μέλλοντος μου
και με καθορίζω
και με συνεφέρω
με ξαναβρίσκω
και με ξαναδημιουργώ.

Μέχρι οι σκέψεις μου
να γίνουν σύννεφα
να γίνουν νερό
να ξεφύγουν από τη συνήθεια
των πολλών 
και να υψωθούν σε ουρανούς αταίριαστους της μάζας

Γιατί πάντα εκεί
πάντα μέσα στο λίγο
βρίσκεται η δύναμη των ονείρων μας
Αυτή που γεννάει στιγμές
Σα τη δική σου
Σα τη δική μου 
Μα όχι σαν όλων των άλλων
Μα όχι σαν των πολλών

Μακρυά από τη βουή τους
Μακρυά από τον κόσμο τους
Επιμένω ακόμα στον δικό μου
Αυτόν που πάντα βρίσκω 
μέσα στα όνειρα μου

Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Ταξιδιώτες



Από τα βάθη των καιρών ξεκινούν οι ταξιδιώτες
Και εμείς τους περιμένουμε
Και εμείς τους καρτερούμε
Ποτέ όμως δε συναντιόμαστε
Είναι μοιραίο φαίνεται
Είναι γραφτό
Ο χρόνος πάντα να κυλάει
Και έτσι όσο εκείνοι προχωρούν
Εμείς να διανύουμε τις αποστάσεις μας

Από τα βάθη των καιρών ξεκινούν οι ταξιδιώτες
Φέρνουν μαζί τους δώρα
αισθήσεις
μνήμες
αγκαλιές
μα ποτέ τους
δε φτάνουν σε εμάς
Ποτέ τους δεν αντικρύζουν τον κόσμο μας

Μονάχα που να!
Κάποιες στιγμές
Το παρελθόν και το παρόν ενώνονται
Και τότε υπάρχει το τώρα
Η μοναδική στιγμή που κρατάει ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου

Και τότε
Συναντιόμαστε
Τότε τους καλοσωρίζουμε φευγαλέα
Μα είμαστε πάντα καταδικασμένοι
Να τους αποχαιρετούμε την ίδια στιγμή που τους γνωρίζουμε

Από τα βάθη των καιρών ήρθαν κάποτε οι ταξιδιώτες
Στάθηκαν εκεί που βρίσκονται κρυμμένες οι ευχές
Εκεί που οι στίχοι αχρείαστοι μοιάζουν
Εκεί που το όνειρο μπερδεύεται με την πραγματικότητα.

Εμείς τους είδαμε. Τους μιλήσαμε. Τους αγγίξαμε.
Και μείναμε τελικά με την απορία.
Ποιοι ήταν τελικά οι ταξιδιώτες;
Εκείνοι ή εμείς;

Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Μπακούνιν: Ένας εραστής της ελευθερίας


"Κάθε υποδούλωση των ανθρώπων, είναι ταυτόχρονα περιορισμός της δικής μου ελευθερίας. Είμαι ελεύθερος άνθρωπος μόνο στο μέτρο που αναγνωρίζω την ανθρωπιά και την ελευθερία όλων των ανθρώπων γύρω μου. Όταν σέβομαι την ανθρωπιά τους, σέβομαι τη δική μου".

Σαν σήμερα (30 Μαίου) το μακρινό 1814 βλέπει για πρώτη φορά το φως της ημέρας ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν στο Καλίνιν της Ρωσίας. Γόνος και αυτός αριστοκρατικής οικογένειας, όπως αρκετοί από τους αντισυμβατικούς και επαναστάτες αυτού του κόσμου, ήταν γραφτό να γίνει ο άνθρωπος που με τις ιδέες του θα έθετε τις βάσεις (μαζί με τους Προυντόν και Κροπότκιν) της ιδέας του αναρχισμού.

Φοίτησε στη στρατιωτική ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης, από όπου και λιποτάκτησε και στη συνέχεια έμαθε γερμανικά προκειμένου να διαβάζει στο πρωτότυπο τις ιδέες των Καντ, Χέγκελ και Φίχτε. Περιδιαβαίνει στην Ευρώπη, συμμετέχει σε λαϊκές εξεγέρσεις και γνωρίζεται από κοντά με τον Προυντόν και τον Μαρξ. Με τον τελευταίο θα έρθει σε ρήξη όταν κατά τη διάρκεια της Πρώτης Διεθνούς στη Βιέννη το 1868 θα δηλώσει : "Δεν είμαι κομμουνιστής, γιατί ο κομμουνισμός συγκεντρώνει και απορροφά όλες τις δυνάμεις της κοινωνίας στα χέρια του κράτους",  με τον εμβρόντητο Μαρξ να τον ακούει από τα έδρανα.

Ο Μπακούνιν ενέπνευσε παγκοσμίως τους νέους με τη θεωρία του και ήταν πρωτεργάτης της ταξικής πάλης όπου βρισκόταν. Θα δηλώσει το 1871 πως:

"Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αισθάνεται και να ξέρει ότι είναι ελεύθερος - και επομένως δεν μπορεί να εκφράσει την ελευθερία που αισθάνεται - παρά μόνο ανάμεσα στους ανθρώπους. Για να είμαι ελεύθερος, έχω ανάγκη να βλέπω ότι με περιβάλλουν και με θεωρούν ως ελεύθερο, ελεύθεροι άνθρωποι. Η ελευθερία όλων δεν είναι ένα όριο για εμένα, όπως ισχυρίζονται οι ατομικιστές, αντίθετα, είναι η επιβεβαίωση, η απόδειξη και η ατελείωτη επέκταση".

Εχθρός του κράτους και οποιασδήποτε μορφής εξουσίας θα τονίσει την ανάγκη για απελευθέρωση του ανθρώπου από όλα τα εξουσιαστικά δεσμά είτε αυτά προέρχονται από το κράτος και την κοινωνία είτε από τη θρησκεία:

"Όσο θα υπάρχουν κράτη, οι λαϊκές μάζες, ακόμα και στα πιο δημοκρατικά καθεστώτα, θα είναι πραγματικοί σκλάβοι, γιατί δεν θα εργάζονται για τη δική τους ευτυχία, αλλά για την κυριαρχία και τον πλουτισμό του κράτους".

Επιθετικός απέναντι σε όλες τις μορφές καταπίεσης και εξουσίας θα διατυμπανίσει μέσα από τα έργα του και τη δράση του την απόλυτη πίστη του στην ελευθερία του ανθρώπου και στο σπάσιμο των δεσμών που του έχουν επιβληθεί:

"Όντας ο Θεός ο αφέντης, ο άνθρωπος είναι δούλος".

Παράλληλα δε θα διστάσει να κατηγορήσει... τους πάντες:

" όλους τους βασανιστές, όλους τους καταπιεστές και όλους τους εκμεταλλευτές της ανθρωπότητας - παπάδες, μονάρχες, κρατικούς αξιωματούχους, στρατιωτικούς, χρηματιστές, κάθε λογής επίσημους, αστυνόμους, χωροφύλακες, δεσμοφύλακες και δήμιους, καπιταλιστές και αγιογδύτες, συμβολαιογράφους και μεγαλοκτηματίες, δικηγόρους, οικονομολόγους, πολιτικούς κάθε απόχρωσης, μέχρι τον πιο μικρό εμποράκο που πουλάει ζαχαρωτά". Αλλά οι κύριοι θεσμοί της ανθρώπινης υποδούλωσης, "οι δυο εφιάλτες μου", είναι η Εκκλησία και το Κράτος".

Στον κόσμο που ο Μπακούνιν οραματιζόταν, στη δική του ουτοπία, η μαρξιστική θεωρία δε χωρούσε. Θα γράψει πως:

"η δύναμη της σκέψης και η επιθυμία της εξέγερσης είναι "οι πολυτιμότερες ιδιότητες" των ανθρώπων ενάντια στην αιώνια δουλεία. Αυτά τα όπλα πρέπει να χρησιμοποιηθούν εναντίον του κράτους και της θρησκείας. Και όταν επιτευχθεί η ανατροπή, τότε θα ανατείλει μια νέα εποχή ελευθερίας και ευτυχίας για την ανθρωπότητα. Όμως, υπάρχει ένας καινούργιος εχθρός, μια νέα τάξη προορισμένη να κρατήσει τις μάζες στην άγνοια για να τις εξουσιάζει. Πρόκειται για τους διανοούμενους, αρχηγός των οποίων είναι ο Μαρξ".

Ο Μπακούνιν διακηρύσσει μια "εξέγερση της ζωής ενάντια στην επιστήμη ή μάλλον ενάντια στη διακυβέρνηση της επιστήμης". Επιμένει ότι η αληθινή αποστολή της επιστήμης και της μάθησης δεν είναι να κυβερνάνε τους ανθρώπους, αλλά να τους σώσουν από τη δεισιδαιμονία, τον μόχθο και την αρρώστια. "Με δυο λόγια", γράφει στο Θεός και Κράτος, "η επιστήμη είναι η πυξίδα της ζωής, όχι όμως η ίδια η ζωή". Έτσι λοιπόν, η μάθηση πρέπει να πάψει να αποτελεί κληρονομιά των λίγων και να γίνει κληρονομιά όλων, "ώστε οι μάζες, παύοντας να είναι κοπάδια που τα οδηγούν και τα κουρεύουν οι προνομιούχοι παπάδες, να πάρουν στα χέρια τους τη μοίρα τους".

Ο Μπακούνιν θα μείνει πιστός στις ιδέες του μέχρι το τέλος της ζωής του. Θα αποχαιρετήσει αυτό τον κόσμο την 1η Ιουλίου του 1876  όντας ένας απόλυτος εραστής της ελευθερίας, αφήνοντας πίσω του τα γραπτά και τη σκέψη του. Έργα όπως "Θεός και Κράτος", "Κρατισμός και Αναρχία", "Ζωικότητα και Ανθρωπότητα", "Κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας", θεωρούνται ως σημεία αναφοράς για το αναρχικό κίνημα μέχρι και τις ημέρες μας.

Για το τέλος μια φράση του:

"Από την ελευθερία δεν μπορείς να κόψεις ούτε ένα κομματάκι, γιατί αμέσως όλη η ελευθερία συγκεντρώνεται μέσα σ’ αυτό το κομματάκι".

* Με πληροφορίες από: athens.indymedia.org, eleftheriakos.gr, www.news247.gr, www.newsbeast.gr, el.wikipedia.org

Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Οι δέκα πόρτες



Στην κορυφή του μαγικού λόφου, αφού περάσει κανείς τις πεδιάδες, στεκόταν το παλιό ερειπωμένο σπίτι. Το σπίτι αυτό εμφανιζόταν κάθε βράδυ γύρω στο ηλιοβασίλεμα και έστεκε εκεί, ερειπωμένο και ακατοίκητο, μέχρι την ανατολή. Έπειτα χανόταν στο φως της ημέρας. Αυτό που έκανε εντύπωση σε αυτό το σπίτι ήταν τα ακορντεόν που ήταν κρεμασμένα στα παράθυρα του. Διάφανα ακορντεόν σαν ιστός αράχνης, που άφηναν τον ήλιο του δειλινού να περνάει μέσα στα ξύλινα πατώματα του σπιτιού και να δημιουργεί αλλόκοσμες φιγούρες.

Μια μέρα αποφάσισε να πλησιάσει. Περίμενε να πέσει ο ήλιος και εκεί πάνω στο λιόγερμα κίνησε για το μαγικό λόφο. Όσο πλησίαζε το σπίτι, εκείνο ολοένα και μεγάλωνε.Κάποια στιγμή έφτασε μπροστά στην είσοδο. Εκεί καθόταν μια γάτα η οποία κοίταζε με τα φωτεινά πράσινα μάτια της. Έβγαλε εναν ήχο και ύστερα εξαφανίστηκε στα γύρω δέντρα. Ο δρόμος πλέον ήταν ανοιχτός. Πλησίασε την βαριά ξύλινη πόρτα και την έσπρωξε ακούγοντας τον θόρυβο των καιρών να αντηχεί στην ησυχία. Μπήκε μέσα. Το θέαμα ήταν απερίγραπτο.

Το πάτωμα, θαρρείς και ήταν απο χρυσάφι, έλαμπε στο φως του δειλινού. Τριγύρω όλων των ειδών τα λουλούδια ολάνθιστα ανέδυαν μια μαγευτική μυρωδιά. Απαλή μουσική ακουγόταν, κανείς δεν ξέρει απο που. Διάφορα πτηνά πετούσαν τραγουδώντας εξωτικές μελωδίες. Ασημοστόλιστα συντριβάνια με νερό τρεχούμενο έκαναν την εικόνα ακόμα πιο δελεαστική. Στο βάθος, πάνω στο ξύλινο τραπέζι βρισκόταν ένας σπασμένος καθρέφτης. Πλησίασε, αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα. Μόνο μια άυλη μορφή που δεν καθρεφτιζόταν. Δίπλα στον καθρέφτη, μια κιτρινισμένη σελίδα με ένα σύμβολο που δεν είχε ποτέ πριν δει, χαραγμένο επάνω της. Και δίπλα ακριβώς μια ακόμα πόρτα. Η δεύτερη.

Πλησίασε προς τα εκεί και την άνοιξε. Το δωμάτιο αυτό δεν είχε σχέση με το προηγούμενο. Ήταν παντελώς άδειο, το ίδιο όμως φωτεινό. Μόνο που στο πάτωμα του αυτή τη φορά βρίσκονταν χιλιάδες φωτογραφίες. Φωτογραφίες που δεν απεικόνιζαν πρόσωπα, παρά τοπία. Πάρκα, θάλασσες, βουνά, ρυάκια, ποτάμια, λίμνες. Φωτογραφίες που μόλις τις κρατούσε ζωντάνευαν και ότι απεικονιζόταν σε αυτές σχηματιζόταν στο χώρο. Σε μια από τις φωτογραφίες ήταν αποτυπωμένο το χαρτί που είχε δει στο προηγούμενο δωμάτιο. Μάλλον όμως ήταν λίγο διαφορετικό γιατί αυτό το χαρτί έγραφε πάνω: "Μ'ακούς;" Προς το παρόν ένιωσε μια αναταραχή. Στο βάθος όμως παρατήρησε ακόμα μια πόρτα και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ήταν η τρίτη πόρτα.

Την άνοιξε και βρήκε ενα δωμάτιο γεμάτο κούκλες. Κούκλες παιδικές, κούκλες από αυτές που βλέπουμε στις βιτρίνες, κούκλες σαν ανθρώπινες χωρίς ίχνος ζωής όμως πάνω τους. Όλες τους ήταν εξαιρετικά διακοσμημένες, είτε με ολοπόρφυρα ρούχα, είτε με χρυσαφένιες κλωστές, με μαλλιά που έλαμπαν στο ημίφως. Κούκλες που είχαν όλες ένα κοινό. Κοίταζαν προς μια συγκεκριμένη πλευρά του δωματίου σαν  να ήθελαν να καθοδηγήσουν τον απρόσκλητο επισκέπτη προς τα εκεί. Έτσι και έκανε. Προχώτησε προς το μέρος που κοιτούσαν οι κούκλες μα δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο εκτός από ένα σφραγισμένο παράθυρο.Στο πάτωμα όμως διαπίστωσε πως έλειπε μια σανίδα. Έσκυψε και αφού παραμέρησε δυο τρείς ακόμα είδε μια μικρή πορτα , την τέταρτη που μόλις την άνοιξε οδηγούσε σε κάτι σκαλιά.

Κατέβηκε τα σκαλιά και το φως λιγόστευε. Ώσπου ξαφνικά είδε νερό. Το γεύτηκε και ήταν αλμυρό. Η ζέστη εκεί κάτω ήταν αφόρητη. Από κάπου στο βάθος ακούστηκε ένα νιαούρισμα. Στο μισοσκόταδο τα μάτια της γάτας έλαμψαν. Κοιτάχτηκαν για κάμποση ώρα και έπειτα η γάτα γύρισε αργά και σαν να έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Έτσι και έγινε μέχρι που βρέθηκε σε ένα λαβύρινθο. Συνέχιζε όμως να έχει εμπιστοσύνη στη γάτα παρά το γεγονός ότι πλέον το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Στους τοίχους των διαδρόμων όμως ξαφνικά άναψαν κεριά. Πως δε τα είχε παρατηρήσει τόση ώρα, αναρωτήθηκε. Και ποιος στ' αλήθεια τα άναψε; Πριν προλάβει να λύσει το αίνιγμα διαπίστωσε ότι βρισκόταν μπροστά σε μια ακόμα πόρτα. Την πέμπτη.

Μπήκε σε ένα δωμάτιο από το οποίο κρεμόταν ένας πολυέλαιος ο οποίος φώτιζε το χώρο. Εκτός από τον πολυέλαιο το δωμάτιο δεν είχε τίποτα άλλο. Μονάχα στους τοίχους ήταν γραμμένη η λέξη "Ελπίδα". Προσπάθησε να διακρίνει αν υπήρχε και άλλη πόρτα που να οδηγούσε κάπου αλλού όμως όχι. Ήταν μόνο η πόρτα από την οποία είχε μπει. Έτσι ξαναγύρισε προς τα εκεί και την άνοιξε. Αυτή τη φορά όμως δε βρέθηκε στο λαβύρινθο, αλλά λες και ο κόσμος γύρω είχε αλλάξει βρέθηκε σε ένα νέο δωμάτιο . Ξανακοίταξε την πόρτα με απορία και είδε πάνω της χαραγμένο τον αριθμό έξι.

Θα έδινε περισσότερη σημασία αν εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν ακουγόταν ξαφνικά μουσική από το βάθος του δωματίου. Ήταν τα νυχτερινά του Σοπέν που γνώριζε τόσο καλά. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στη μουσική. Παραπατώντας έφτασε προς τη πηγή του ήχου. Ένα παλιό γραμμόφωνο. Μόλις το άγγιξε η μουσική αμέσως σταμάτησε, ο τοίχος τραβήχτηκε και εμφανίστηκε μια ακόμα πόρτα. Η έβδομη.

Μπήκε στο δωμάτιο και διαπίστωσε ότι στη μέση του στεκόταν μια φιγούρα. Έμοιαζε με ανθρώπου αλλά δεν ήταν ακριβώς. Το μόνο συναίσθημα που ένιωσε ήταν μια απέχθεια και μια σιχαμάρα . Ένα συναίσθημα που γνώριζε καλά από παιδί όποτε έβλεπε παρόμοιες φιγούρες. Ένα κύμα οργής φούσκωσε εσωτερικά. Αποφάσισε όμως να μη δώσει σημασία, να προσπεράσει τη σιχαμερή φιγούρα και να ανοίξει την πόρτα που βρισκόταν ακριβώς πίσω της. Την όγδοη.

Και τότε είδε τη θάλασσα. Το τοπίο αστικό, η θάλασσα όμως τα ομόρφαινε όλα. Μπήκε μεσα της. Ξάπλωσε πάνω της. Αιωρήθηκε στο κύμα, στο χρόνο, στο χώρο. Μα ξαφνικά ένας δυνατός κεραυνός έσχισε τον ουρανό, η θάλασσα αγρίεψε και το κύμα σηκώθηκε θεόρατο. Έπρεπε κάπως να γλυτώσει όταν ξαφνικά είδε μια πόρτα να επιπλέει. Την έπιασε σαν σανίδα σωτηρίας και μόλις την άγγιξε όλα χάθηκαν. Η θάλασσα, ο κεραυνός, το κύμα. Ήταν η ένατη πόρτα.

Βρέθηκε σε ένα δωμάτιο άδειο. Μόνο στον τοίχο είχε μια φωτογραφία. Εκείνη και εκείνος. Εκείνος και εκείνη. Όλα έμοιαζαν σαν όνειρο, σαν να μην υπήρχαν πραγματικά και όμως υπήρχαν. Με δάκρυα στα μάτια πλησίασε τη φωτογραφία. Έσκυψε να ακουμπήσει τα λατρεμένα χείλη έστω και στο χαρτί και τότε όλα χάθηκαν. Η φωτογραφία εξαφανίστηκε και άνοιξε διάπλατα μια πόρτα. Η δέκατη και τελευταία. Αυτή που έβγαζε έξω από το παλιό ερειπωμένο σπίτι, στην κορυφή του μαγικού λόφου που εμφανιζόταν κάθε βράδυ γύρω στο ηλιοβασίλεμα.

Βγήκε έξω στον έναστρο ουρανό. Και όπως όλοι οι άνθρωποι που κάποτε αγγίξαν το όνειρο και το βίωσαν, ξέσπασε σε λυγμούς. Κοίταξε τα αστέρια και ευχήθηκε να γίνει ένα από αυτά. Και η ευχή έπιασε τόπο.

Από την ημέρα εκείνη κανείς δεν ξαναείδε το παλιό ερειπωμένο σπίτι στην κορυφή του μαγικού λόφου. Δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά. Οι γεροντότεροι διηγούνται το θρύλο στους νεότερους και πολλοί έχουν παεί εκεί γύρω στο ηλιοβασίλεμα προσμένοντας να εμφανιστεί. Μάταια. Το μόνο που βλέπουν στη θέση του είναι ένα έντονο φως και όταν κοιτούν τον ουρανό διαπιστώνουν ότι προέρχεται από ένα λαμπερό αστέρι. Τότε οι νεότεροι γυρνούν στους γεροντότερους ζητώντας τους το λόγο για την κοροιδία. Εκείνοι όμως τους διηγούνται μια άλλη ιστορία. Την ιστορία εκείνης και εκείνου. Την ιστορία εκείνου και εκείνης. Και αυτή η ιστορία δε μπορεί να γραφτεί. Γιατί είναι σαν ένα όνειρο που είτε το αγγίζεις και το βιώνεις, είτε όχι.

Στην κορυφή του μαγικού λόφου, αφού περάσει κανείς τις πεδιάδες, στεκόταν το παλιό ερειπωμένο σπίτι. Το σπίτι αυτό εμφανιζόταν κάθε βράδυ γύρω στο ηλιοβασίλεμα και έστεκε εκεί, ερειπωμένο και ακατοίκητο, μέχρι την ανατολή. Έπειτα χανόταν στο φως της ημέρας.

Το σπίτι αυτό δεν υπάρχει πια. Έμεινε στη θέση του μονάχα ένα αστέρι να φωτίζει το χώρο. Ο θρύλος λέει πως ίσως κάποια στιγμή το αστέρι χαμηλώσει τόσο που θα αγγίξει τη γη και το σπίτι πάλι θα εμφανιστεί. Ποιος όμως στ' αλήθεια ξέρει; Εξάλλου δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει το όνειρο.

Σημασία έχει Εκείνη και Εκείνος. Εκείνος και Εκείνη.

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Της λησμονιάς το λίγο



Της λησμονιάς το ταίρι συνοδέψαμε
μόνο για λίγο ξεχάσαμε τη θλίψη
και των χρωμάτων την αλλαγή γυρέψαμε
μα οι ενοχές μας χάλασαν τη μίξη

Τώρα σε μέρη άγνωστα γυρίζουμε
αλλού να βρίσκουμε το φως μες τα σκοτάδια
μα της ψυχής τ' ανείπωτα που μας ορίζουν
αφήνουν όλα μας τα όνειρα να μένουν άδεια

Κι έτσι εγώ τη φυλακή μου να μαζέψω προσπαθώ
μέσα από λέξεις που δε μπόρεσα να εκφράσω
στέκομαι λίγο και μοιάζω να υπνοβατώ
κι όσα δεν είπα, μου μένει μόνο να τα γράψω

Τώρα παγώνει το βλέμμα και το χέρι μου
απ' το σκοτάδι των ματιών μου βγαίνει φως
τώρα που μπήγω στην πληγή μου το μαχαίρι μου
μοιάζω αυτόχειρας να είμαι ιδανικός

Κι έτσι οι λέξεις μπερδεύονται στο είναι μου
βλέπεις το χάος στο μυαλό μοιάζει φορές να είν' κακό
γι αυτό απ' των ματιών το φως λιγάκι δίνε μου
μήπως μπορέσω τελικά να μου αρκώ

Τώρα καθρέφτες έβαλαν τριγύρω μου
κι όπου κοιτάξω το βλέμμα μου κοιτώ
μα είν' αλήθεια όσα βλέπω να 'ναι γύρω μου;
και τώρα πια το τίποτα μοιάζει να ειν' απτό

Μόνο για λίγο αγγίξαμε τη θλίψη μας
μέσα στο βάθος των ψυχών βασανισμένη
μα η λογική καθόρισε τις τύψεις μας
κι έτσι για λίγο γίναμε ευτυχισμένοι

Μες της ψυχής σου τον καθρέφτη πάλι κοίταξα
και είδα πως στ' αλήθεια παράδοξα μου μοιάζω
και όλα μου τα όνειρα σιωπηλά τα φύλαξα
είδα τα βάθη των ματιών·
είδα τα βάθη των ψυχών·
κι όμως
δε μ' είδα να τρομάζω

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Συννεφόκαμα


Αιωρήθηκα επάνω σε φλογισμένα κλαδιά αναζητώντας την αλήθεια των πρέπει που μου επιβάλλουν.
Δε δίστασα στιγμή.
Για λίγο προσπάθησαν να με συνθλίψουν, να αφουγκραστούν της ακοής το βάλσαμο και να γευτούν το νέκταρ της ουσίας.
Πώς να καταλάβουν;
Στην κοινωνία των μυρμηγκιών δεν υπάρχει εξουσία. Μονάχα ανιδιοτέλεια και ένας προκαθορισμένος σκοπός.
Σαν αυτόν που ακούγεται τώρα να γεμίζει τη θάλασσα με ήχο.
Δε ζήτησα τη βοήθεια για να αποφύγω την ελευθερία της φυλακής μου.
Αφού γνωρίζω πως πλέον έχω πάθει ανοσία από την αλήθεια των πρέπει.
Το συννεφόκαμα έφτασε μέχρι τα βουνά.
Έφτασε μέχρι τις ψηλές τους κορυφές και ισοπέδωσε τις λέξεις τους.
Η θάλασσα με όλη την πλανευτική γοητεία της ακούμπησε για λίγο τον εγκέφαλο μου.
Ανάμεσα σε Συμπληγάδες όρισα τις σκέψεις του μέλλοντος μου.
Αντιπαρέταξα στο σήμερα το χτες
μα αποτέλεσμα δεν έβγαλα.
Πως να εφραστεί πια όλο αυτό το παράξενο αδόκιμο πράγμα που ονομάζεται ζωή;
Και ας ξεγελάστηκα,
και ας δοκίμασα το αίμα μέσα από το ποτήρι.
Ας άδειασα το σπίτι από τα στάχυα που φύτρωναν παντού.
Μάταια.
Στην πλακόστρωτη πλατεία, ανάμεσα από τα ψηλά βουνά ένιωσα το βλέμμα.
Έκανα πως δεν είδα, έκανε πως δεν είδε.
Μα οι ματιές μας ανταμώθηκαν.
Ώσπου
σε μια παραδοχή της αλήθειας των ψευδαισθήσεων
λίγο πριν τα φτερά των πουλιών αγγίξουν το βάθος του γκρεμού
ένα σύννεφο έκρυψε το είδωλο μου.
Και έμεινα να αναρωτιέμαι
αν όλα όσα φαντάστηκα
συνέβησαν αληθινά.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Η μνήμη του Ιανού


Αυτή η γυναίκα
είχε τα φύλλα στα μαλλιά
τη μουσική των δέντρων στο χαμόγελο της
τις νότες των εαρινών πουλιών μέσα στα μάτια
και ερεβώδη χάσματα στα κρύσταλλα της ψυχής της.
Στάθηκα μέσα στο κέντρο του λωτού
να τρυγήσω τη γύρη που περιβάλλει τα σύμπαντα
να μυρίσω τις αναίσχυντες μυρωδιές των ερώτων
να στραγγίξω τα σύννεφα
και στο σύθαμπο να ορίσω τη συνέχεια μου.

Αυτή η γυναίκα
σημάδευε με το τόξο του ανέμου
τη φωτιά που έκαιγε σε τρίσβαθες σπηλιές
στους χαλασμούς ονείρων που δε δικαιώθηκαν
σε απομακρυσμένες περιοχές του ποτέ
σε χώρες που πετούσαν πάνω από τα άστρα
σε φεγγάρια θαμμένα σε δάση άγνωστα
σε στιγμές που προσπέρασαν την απάτητη άμμο των ψηλών βουνών.

Και οι κουρτίνες τραβήχτηκαν
και φάνηκαν τα πρόσωπα που ήταν καλά κρυμμένα
σμήνη πουλιών ταξίδεψαν να πουν το ποίημα τους
καθώς φωτιές σιγόκαιγαν μέσα στα σπίτια των ανθρώπων που είχαν χάσει τα όνειρα τους.

Κι η μουσική
συνέχιζε μονότονα να ακούγεται
επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τους ίδιους στίχους
θυμίζοντας πότε ένα παλιό τετράδιο ανοιγμένο τη μέση με τις σελίδες κομμένες
πότε ένα σάπιο τριαντάφυλλο
πότε ένα αιδίο νοτισμένο από τις σταγόνες της βροχής.

Τότε ντυμένη στα λευκά της και άδολα πέπλα η νύχτα
κατέβηκε να χαιρετήσει τους ανθρώπους
αφήνοντας τους παρακαταθήκη τον έρωτα των ονείρων τους
θυμίζοντας τους τα ταξίδια σε ψυχές μακρυνές
σε τόπους ξένους
με λιοντάρια που πάλευαν με ύαινες
και ένα βέλος να μπήγεται με μανία μέσα στο κέντρο ενός παραδεκτού πολιτισμού.

Όταν αρνήθηκα τη φυγή
ήρθε να με βρει αυτή
να μου μιλήσει
να με καλοπιάσει
και να μου ζητήσει για χάρη της να μείνω.

Κι ετσι
επάνω στο σανίδι της πραγματικότητας μου
λίγο πριν η αυλαία πέσει και κρύψει πάλι τη θέαση του ονείρου
αποφάσισα να μείνω
για χάρη της φυγής.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Νέμεσις και σκοπός


Σου το 'χα πει κι άλλη φορά πως είν' παράξενα τ' αλλότρια.
Κρύβουν το κάτι μαγικό, κρύβουν τις ερμηνείες τους, τις ειρωνείες τους, τα ψέμματα τους κάτω από τόνους επίπλαστης φαινομενικής ομορφιάς.
Ψάχνουν να βρουν την άκρη σε πράγματα που δεν έχουν ιδέα.
Γι αυτό δε μπορούν.
Γι αυτό δε μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν.
Σ' αυτά, στ' αλλότρια, ούτε η καληνύχτα μας δεν είναι αρκετή.
Ίσως να μη φτάνει να καλύψει την κενότητα τους.
Μα είναι όμορφα και σαγηνευτικά, όσο κι αν είναι ξένα.
Σα το τραγούδι των Σειρήνων που λίγο έλειψε να πλανέψει και τον Οδυσσέα.
Και έτσι
μέχρι να γίνουν γνωστά,
μέχρι να γίνουν κτήμα,
ακόμα και αν η ομορφιά τους είναι γνώριμα ασήμαντη
κερδίζουν έδαφος στην ρουτίνα της καθημερινότητας μας,
ρουφούν το χρόνο και το χώρο απ' τη ζωή μας.
Μια ζωή που είναι ένα άθροισμα τυχαιοτήτων.
Η ύπαρξη μας η ίδια συμπτωματική.
Πιθανότητες.
Και εμείς τι πράττουμε;
Πως τη βιώνουμε;
Ξεχνάμε να ζήσουμε,
ξεχνάμε να αναπνεύσουμε
ξεχνάμε να είμαστε εμείς
ξεχνάμε να είμαστε άνθρωποι.
Στ' αλήθεια πόσο δύσκολο να λέγεσαι άνθρωπος;
Όμως αυτή η παραδοξολογία των αλλότριων πραγμάτων είναι αυτό που καθορίζει τις ημέρες μας.
Ο Σίσυφος.
Η χρησιμότητα του άχρηστου.
Όλα μαζί και τίποτα παραπάνω.
Ο σκοπός
Ο σκωπτικός
Το νόημα
και το νήμα.
Νέμεσις.
Η ομορφιά και το ωραίο.
Η φύση και ο άνθρωπος.
Εμείς.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Έβρεξε πάλι


Έβρεξε πάλι.
Δύο στάλες μοναξιάς έπεσαν στο περβάζι μου.
Δύο στάλες που σιγά σιγά ενώθηκαν κι έγιναν μια σταγόνα.
Έβρεξε πάλι.
Δύο δάκρυα έβρεξαν τα χείλη μου.
Δύο δάκρυα
σα στάλες μοναξιάς.

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Ο θαυμαστής του χάους


Παρερμηνεύοντας τις ερμηνείες των πολλών
στους λίγους αναζητώντας περηφάνεια
για μία σκέψη και ένα τέλος των δειλών
μονάχα εγώ θα μείνω στην αφάνεια
Ξέρω δε φαίνονται όλα σωστά
μα του μυαλού το χάος ταξιδεύει
κι αν όλα παραμένουν στοργικά
ειν' η ζωή που γι' αγάπη ζητιανεύει.
Κι αν όσα ψάχνουμε τέλος δεν έχουν
κι αν οι αρχές μας έγιναν παλιές
τριγύρω είναι όσα μας γητεύουν
και όσα μπλέκουν τ' αύριο με το χτες

Ξέρω πως βρίσκομαι ακόμα παραπάνω
πετώ σε κόκκινο χαλί ηλεκτρικό
και η καρδιά μου βρίσκεται σε ένα πιάτο επάνω
μοιάζει σαν γεύμα και αυτή ξεχωριστό
Στο βάθος του γκρεμού η μοίρα η παράδοξη
μια μοίρα αλλότρια μα γι αυτό και άδοξη
κι έτσι για τους πολλούς την ησυχία κάνω πέρα
και ταραχή γεμίζει τώρα η μέρα

Κι ειν' η αλήθεια μου βουβή και άκομψη
κι είναι τα μάτια μου νεκρά και άδεια
ποιος νοιάστηκε για των πολλών την άποψη;
αφού το εγώ μου κατοικεί σε τρίσβαθα πηγάδια
Εκεί που ανάξιοι τον έρωτα τους ζουν
και ψάχνουν μες το σκότος να βρούνε την αλήθεια
μα όσα κι αν ζω  ποτέ δε μου αρκούν
κι έτσι συνεχώς φτιάχνω δικά μου παραμύθια

Παραμύθια ξεχασμένα στα βάθη του μυαλού
που έρχονται ώρες ώρες να θυμίζουν
πως τίποτα δε χάθηκε μα βρίσκεται αλλού
και τα κακά με λάσπη τα ξορκίζουν
Ξέρω στιγμές σαν τώρα δε με καταλαβαίνεις
ψάχνεις να βρεις τα πως και τα γιατί
όμως αλήθεια στη ζωή σου προλαβαίνεις
να γίνεις αυτό που πράγματι είσαι εσύ

Κι εγώ θα μένω εδώ γεμάτος ευτυχία
μακρινός θαυμαστής του χάους των καιρών
χαλώντας πάντα τη δική τους ησυχία
μέσα στη θλίψη αυτών εδώ των ημερών.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Νυχτερινή συμφωνία


Μέσα στο άδειο σπίτι ακούγεται μουσική αγγέλων.
Οι νότες γεμίζουν το χώρο.
"Νυχτερινός περίπατος"
Μάνος.

[...]

Έλα πάλι απόψε
Γύρνα αντίστροφα του ρολογιού τους δείκτες.
Ξεγέλασε την απάτη του χρόνου
στάσου πάνω στα φτερά της πεταλούδας
και γαλήνεψε.

Έλα πάλι απόψε.
Κλείσε τα μάτια.
Μη χαράξεις τις αυλακιές των λαθών πάνω στο πρόσωπο σου.
Δεν αξίζει.
Άσε τον αέρα να περάσει ανεπαίσθητα από τα μαλλιά σου.
Νιώσε το χάδι του.
Ξέρω δεν έχει δικαίωμα.
Πως θα μπορούσε αλήθεια;
Σ' αυτή τη διάσταση όμως ο αέρας είμαι εγώ.
Και αυτό είναι επιτρεπτό.

Έλα και απόψε.
Να ακούσουμε μαζί τη μουσική των άστρων να παίζει για εμάς.
Να ανασάνει το φεγγάρι ανακουφισμένο που γλίτωσε πάλι.

Έλα και απόψε.

Να κοιμηθούμε αγκαλιά.
Και να προσποιηθούμε πως τίποτα δεν άλλαξε το χρόνο.
Πως ο χρόνος δε σταμάτησε.
Συνέχισε να κυλά.

Έλα.
Και με κλειστά τα μάτια να ονειρευτούμε.
Ίσως το κάνουμε και έχοντας τα ανοιχτά.
Έλα και απόψε.
Να καθίσουμε μαζί.
Να ξαπλώσουμε μαζί.
Να κάνουμε έρωτα μαζί.
Και να ακούμε αγκαλιά τη βροχή στο τζάμι να μας νανουρίζει.

Και η νύχτα αυτή
να μην έχει παρελθόν.
Έλα και απόψε.
Να βρεθούμε πάλι στον αφρό των κυμάτων
ξεχνώντας όλες τις διαστάσεις του χρόνου
ξεχνώντας τις πικρές θάλασσες.

Σε αυτή τη νύχτα
το παρόν
είναι ο μόνος νικητής.
Σε αυτή τη νύχτα
υπάρχουμε
μοναχά εγώ κι εσύ.


Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Κάτω απ'το φως του φεγγαριού


Τούτο τ'απάνεμο λιμάνι.
Μ' ανάγκασε να το αφήσω. 
Γνώριμα τα φώτα του, αχνοφαίνονται πια από τ' ανοιχτά.
Κοίτα τώρα πως το επέκτειναν. 
Χιλιάδες πια οι νέες μυρωδιές, οι νέοι του κάτοικοι.
Μοιάζει το λιμάνι, λιμάνι να μην είναι πια.
Μοιάζει με πόλη πια χαοτική.
Τούτο τ'απάνεμο λιμάνι.

Δίπλα του μεγαλώσαμε.
Κοντά του ερωτευτήκαμε.
Σε ένα μικρό κολπίσκο του μετρήσαμε τ' αστέρια.

Τέτοιο λιμάνι, όσο κι αν άλλαξε, δε βρίσκεται όμοιο του πουθενά.

Ήταν νύχτα χειμερινή κάτω απ' το φως του φεγγαριού.
Φώτιζαν τ' άστρα τα σκοτάδια της θαλάσσης...

Και ξαφνικά έγινε μέρα. Και έλαμπε ο ήλιος.
Μέσα στη θάλασσα, πάνω στην επιφάνεια της, ξέσπασε τρικυμία.
Μέσα στον καλό καιρό, μέσα στην νηνεμία.
Μα τ'απάνεμο λιμάνι δεν άφηνε πια τα πλοία να δέσουν.

Κι όμως.
Η νύχτα η χειμερινή κάτω από το φως του φεγγαριού
δεν πνίγηκε.
Σφάλισε τις πόρτες της, έκλεισε τα παράθυρα της και έμεινε εκεί.
Ανέγγιχτη από το πλήρωμα του χρόνου, από το φθόνο των πολλών και από τις βουλές της μοίρας.
Η νύχτα η χειμερινή κάτω απ' το φως του φεγγαριού
κλειδώθηκε για πάντα στ' απάνεμο λιμάνι.



Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Τα ερέβη των ψυχών


Η ύπαρξη σου κι η ύπαρξη μου σταχυολογούν τις σιωπές που περιβάλλουν τους αθέατους κόσμους των ονείρων μας. Αφού απομυθοποιήσουν τα μυθοποιημένα παραδεκτά θέσφατα, ετοιμάζονται να φωτίσουν ξανά υπογείως τους σάπιους δρόμους αυτής εδώ της πόλης.

Παραμυθένια σκηνικά συνθέτουν απομονωμένες πληγές που κρύβονται διστακτικά κάτω από το φλοιό των δέντρων. Ακροθιγώς διερευνώντας της ουτοπίας την άκρη μήπως και μείνει για εμάς έστω ένα δάκρυ, ψάχνουμε τα όνειρα που φυλλορροούν στους κάλπικους κόσμους που μας περιβάλλουν.

Ως πότε θα γεμίζουμε τη μοναξιά με ευχές; Ως πότε χαμένες πατρίδες θα δικαιώνουν τις παρτίδες που εμείς διαλέξαμε να χάσουμε; Στον πυρήνα των υποστάσεων μας βρίσκεται η ουσία.Ξέρω πως κάπου κάποτε, οι σιωπές θα αποκτήσουν φωνή. Ανεπαίσθητα θα ακουστούν μέσα στους ήχους της πόλης. Τότε λερωμένα πεζοδρόμια θα φιλοξενήσουν τις άδειες αγκαλιές, γαλήνιες θάλασσες θα απολαύσουν τον έρωτα των κυμάτων με τα βράχια. Άνεμοι θα πνέουν νωχελικά σαν να βαριούνται να πάνε πιο πέρα. Και οι υπάρξεις του τίποτα θα γεμίσουν με συστατικά ανείπωτης ευτυχίας.

Τότε οι κόσμοι θα ενωθούν, τα άστρα θα λάμψουν και νέα λουλούδια θα ξεφυτρώσουν σαν πρόλογος ενός μέλλοντος μακρινού, πριν ο ήλιος ανατείλει ξανά φωτίζοντας τα ερέβη που κατοικούν στις ψυχές μας.

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Του κόσμου τ' άδικο


Είναι φορές που το άδικο με πνίγει
κι ένα μαχαίρι στην καρδιά μου μπήγει
τότε θυμάμαι απ΄τη Σμύρνη ιστορίες
που μου λεγε ο παππούς κάποιες νύχτες κρύες

Και τότε βλέπω θάλασσες γεμάτες από αίμα
και εύχομαι ειλικρινά να ήταν ένα ψέμμα
νεκρά παιδιά που χάνονται μέσα στα χαλάσματα ή
τυλιγμένα μέσα στης ντροπής μας τα λευκά υφάσματα

Και βλέπω τη Μεσόγειο υγρό νεκροταφείο
πολιτικής αντιπαράθεσης να γίνεται πεδίο
βλέπω τότε ανθρώπους που βλέπουν αριθμούς
μέσα σ' αυτό τον κόσμο, δεν ξέρω αν μ'ακούς

Και ρίχνω μια ματιά στον πάτο του Αιγαίου
ψάχνοντας για να βρω το αίσθημα δικαίου
αυτό που ορίζει δήθεν τον πολιτισμό
μα κάντε μου τη χάρη και βγάλτε το σκασμό

Ρωτήστε στο Χαλέπι το ορφανό παιδί
τα μάτια του μέσα στη Χομς πόσα έχουν δει
και στου Αφρίν τη σκόνη ψάξτε εκείνον τον πατέρα
που είδε την κόρη του νεκρή λίγο πριν πέσει η μέρα

Και τότε ελάτε μια βόλτα από την Ειδομένη
και πείτε μας πόση ντροπή ακόμα απομένει
κι αν είστε τόσο άντρες κι αντέχετε τα ζόρια
ελάτε και στη Μυτιλήνη να δείτε και τη Μόρια

Κι αν η ντροπή δεν έφτασε και έχει και άλλη μείνει
τότε ας περάσουμε κι από την  Παλαιστίνη
εκεί που συνηθίσανε του θάνατου την όψη
μα εμάς αυτό μας μάρανε η τρομερή η κόψη

Μπορούμε να περάσουμε και από τη Βαγδάτη
να δούμε τελικά αν έχει μείνει κάτι
αν ο πολιτισμός σας έφτασε 'κει πέρα
αν άλλαξε το σούρουπο, η νύχτα και η μέρα

Πάμε και μια βόλτα από τη Λιβύη
να δούμε αν εκεί ο ήλιος πάλι δύει
και κάτω απ΄τη Σαχάρα σε ένα κόσμο ξένο
αυτόν που έχει ξεχαστεί κι από το πεπρωμένο

Ύστερα στα Βαλκάνια μπορούμε να σταθούμε
το αίμα πως κυλάει να κάτσουμε να δούμε
κι έπειτα ανατολικά προς την Ουκρανία
εκεί που οι ναζί σκοτώνουν με μανία

Σε λίγο θα φτάσουμε μέχρι και την Ινδία
στων καστών το σύστημα που φέρνει αηδία
να δούμε τη γυναίκα εκεί στην Αραβία
και πως η ελευθερία πνίγεται στη βία

Και όταν τίποτα στον κόσμο μας όρθιο δε θα 'χει μείνει
να εξάγουμε πολιτισμό μέχρι τη Σελήνη
μη χαθεί το είδος μας αυτό το περιούσιο
που έκανε θρησκεία του ό,τι το ανούσιο

Είναι φορές που το άδικο με πνίγει
και η ντροπή τριγύρω μου δε λέει πια να φύγει
κρύβεται επιμελώς σε οθόνες και σε ήχους
παλεύω να τη διώξω μέσα από τους στίχους

Και τότε βλέπω αγγέλους μέσα στα χαλάσματα
κι αλήθεια δε φτάνουν μονάχα τα ντροπιάσματα
τότε θυμάμαι τον Κεμάλ, τον κόσμο, το μαχαίρι
τη φωτιά τριγύρω μας τι άλλο θα μας φέρει

Τότε θυμάμαι τον ποιητή, του παιδιού τη ματιά
και σβήνει για λίγο εκείνη η φωτιά
μα σαν βλέπω γύρω μου πάλι αυτή φουντώνει
κι ειν' η αδικία που τόσο με πληγώνει

Και τότε έρχεται η σιγανή βροχή
αυτή που κάποιες ώρες ματώνει την ψυχή
και θέλω τόσο όλα να τα πνίξει
τις αδικίες του κόσμου τριγύρω μας να κρύψει

Στην Αργεντινή, και στη Βενεζουέλα
στης Βραζιλίας μια φτωχική φαβέλα
στης Γάζας τη ματωμένη τη λωρίδα
κάπου εκεί στο βάθος γεννιέται η ελπίδα

Στη γυναίκα που υψώνει το ανάστημα της
σ' άλλη που μονάχη της τρέφει τα παιδιά της
στον ομοφυλόφιλο στην τελευταία θέση
στον άνεργο που αρνείται στα πόδια τους να πέσει

Στην ερυθρή, στην κίτρινη, στη μαύρη, στη λευκή
γύρω δε βλέπω χρώματα μα μοναχά ψυχή
στο άδικο του κόσμου μας δε βλέπω πια πατρίδα
μόνο στα μάτια των παιδιών κρυμμένη την ελπίδα

Σε σένα και σε μένα σε όλους μας μαζί
που ώρες - ώρες στέκουμε σα να 'μαστε χαζοί
μα πρόσεχε μη μπερδευτείς, δεν είμαστε το ίδιο
στην αδικία αυτή δεν έχουμε μερίδιο

Γιατί εσύ την έφτιαξες, μα εγώ θα στη χαλάσω
κι αλήθεια δε με νοιάζει αν θα το προφτάσω
ξέρω είμαστε πολλοί και άλλοι τόσοι θα 'ρθουν
από του κόσμου τ' άδικα φωτιά θα μεταλάβουν

Και τότε η αδικία σας θα γίνει τιμωρία σας
και τότε θα φωνάζετε για τη σωτηρία σας
κι εκείνη η φωτιά μες του παιδιού τα μάτια
τον κόσμο σας θα σπάσει σε χίλια δυο κομμάτια

Κι από τις στάχτες της Συρίας, κι απ΄των θαλασσών των ήχο
ακούστε τον να ξεπηδάει τούτο το στερνό τον στίχο
του κόσμου τ' άδικο ακόμα μας στοιχειώνει
αυτό να το θυμάστε, η αδικία πληγώνει

Και νέος κόσμος θα φτιαχτεί μέσα απ΄ τους παλιούς
τότε θα ξέρω πια πως σίγουρα μ' ακούς
κόσμος ολόλαμπρος, χαρούμενος γεμάτος με ελπίδα
κι η αδικία θα 'χει πνιγεί κι αυτή στην καταιγίδα


Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Των παραμυθιών το τέλος


Σε τι να πιστέψω, που ν'ακουμπήσω να σταθώ
αφού όλα τριγύρω είναι γεμάτα φωτιά
που να μπορέσω να τρυπώσω να χωθώ
όταν ειπώθηκαν όλα μέσα σε μια ματιά

Κύκλους κάνει η ζωή μου
κι εκεί μέσα τριγυρνώ
μα είναι βράδια που η κόλαση μου
ξετυλίγει κάθε τι κρυφό

Που να γυρίσω, που να κοιτάξω
ποιο θαύμα ψάχνω για να σωθώ;
Όσα κι αν φτιάξω, όσα κι αν ψάξω
το χρόνο ν' αντιστρέψω θα ποθώ

Κι έτσι πιστός θα παραμένω
με τα μάτια κλειστά στις θύμησες των θαλασσών
δεν έχω τίποτα πια να προσμένω
αφού γνωρίζω τ' άδοξο τέλος των παραμυθιών

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Η σιωπή των άστρων


Είναι μια στιγμή που ο χρόνος σταματάει.
Είναι λίγα δευτερόλεπτα.
Τότε
πνιχτές ακούγονται οι ανάσες μας για λίγο.
Τότε
τα πάντα γύρω χάνονται.
Τότε
ο χώρος τριγύρω παύει να υπάρχει.
Τίποτα δεν ακούγεται.
Απόλυτη σιγή.
Σιωπή.
Ξαφνικά το φτερούγισμα των άστρων πέφτει ανάμεσα μας.
Η μόνη μουσική που είναι επιτρεπτή.
Το φεγγάρι ολόγιομο πάνω από τα κεφάλια μας.
Η μόνη μας εικόνα.
Και έτσι απομένουν λίγα ακόμα λεπτά
που μοιάζουν με αιώνα.
Λίγα λεπτά που χάνεται ο χρόνος.
Και η σιωπή αυτή
-η τόσο δική μας-
εκμηδενίζει όλες τις αντιστάσεις
και όλες τις αποστάσεις.
Χρυσογάλανα τ' αστέρια κολυμπούν σε άγνωστους βυθούς
Αστέρια που γεννήθηκαν
για να ντύσουν τη σιωπή μας.
Ακόμα στάζουν αίμα οι πληγές.
Μη με αγγίξεις.
Δεν αρμόζει στα όνειρα να λερώνονται με αίμα.
Άσε με εδώ
στην ελευθερία της σιωπής
να φαντάζομαι
πως ό,τι έγινε ποτέ δεν υπήρξε
να ξαναγίνω όνειρο
να ξαναγίνω αστέρι
και να φυλάω μέσα μου
της θάλασσας τον ήχο το στερνό
μετρώντας σα μικρό παιδί
από το ένα εως το δέκα.
Ξανά και ξανά.
Άσε με εδώ,
να ακούω τη σιωπή
που έγινε πια
η μόνη αγκαλιά μου.

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Το χαρτί


Οι άνθρωποι είναι κακοί. Οι άνθρωποι σε πληγώνουν. Οι άνθρωποι σε σκοτώνουν.

Κάπως έτσι αρχίζει η ιστορία μου. Ήταν κοντά στο σούρουπο, όταν άκουσα τις πρώτες φωνές. Συζητούσαν πώς θα με κόψουν, πώς θα χτίσουν στα θεμέλια μου αφού με ξεριζώσουν. Στην αρχή τρόμαξα. Μετά κατάλαβα πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα και απλά αποδέχτηκα τη μοίρα μου.

Την επόμενη μέρα μια απαλή, μελαγχολική βροχή, σιγόπεφτε και νότιζε το χώμα. Ίσως γι αυτό δεν ήρθαν. Οι σταγόνες κυλούσαν πάνω στα φύλλα αφήνοντας γραμμές που έμοιαζαν με πεντάγραμμο. Από κάπου μακρυά ακουγόταν μια νοσταλγική μελωδία από ένα βιολί. Η μουσική χανόταν στο χώρο και η βροχή συνέχιζε να πέφτει απαλά.

Ήρθαν την μεθεπόμενη. Έβαλαν τα μηχανήματα τους να δουλεύουν, και γρήγορα γρήγορα ολοκλήρωσαν το έργο τους. Τίποτα δεν είχε μείνει πια, ούτε καν η μελωδία εκείνου του βιολιού που έκλαιγε. Τότε με πήγαν σε ένα εργοστάσιο. Μαζί με τους υπόλοιπους βρέθηκα και εγώ στη γραμμή παραγωγής. Οι εργάτες, ταλαιπωρημένοι από την πολύωρη βάρδια τους εκτελούσαν μηχανικά το καθήκον τους. Και κάπως έτσι βρέθηκα μαζί με άλλους να είμαι και εγώ μέρος ενός συνόλου. Ενός συνόλου που θα χρησίμευε πλέον σε κάτι για τους ανθρώπους και όχι απλά ένα άχρηστο δέντρο στη μέση του δάσους. Θα με εμπορεύονταν, θα όριζαν την τιμή μου και θα με πούλαγαν για να βγάλουν ακόμα περισσότερο κέρδος.

Και έτσι άρχισε το πολύχρονο ταξίδι μου. Ήμουν πια ένα φύλλο χαρτιού, όχι φύλλο δέντρου που παλλόταν με τη μουσική. Βρέθηκα σε κούτες, μαζί με άλλα. Βρέθηκα σε καράβια, αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Και κάπως έτσι γνώρισα τον κόσμο. Μέχρι να καταλήξω σε μια χώρα μακρινή στοιβαγμένο μαζί με άλλα, στα ράφια ενός καταστήματος.

Στην αρχή ήταν καλά. Οι άνθρωποι έρχονταν και με περιεργάζονταν, με άφηναν και πήγαιναν γι' άλλα. Ο υπάλληλος που εργαζόταν στο κατάστημα που και που με ξεσκόνιζε βρίζοντας πότε τους πελάτες, πότε το αφεντικό του. Και εγώ εκεί, να ασφυκτιώ ανάμεσα στις υπόλοιπες σελίδες του τετραδίου.

Ώσπου μια μέρα, συνέβη αυτό που μου άλλαξε τη ζωή.

Το άρωμα της μύριζε από μακρυά. Τα χέρια της ευαίσθητα και απαλά με χάιδεψαν και η φωνή της -παράξενο, αλλά έμοιαζε με τη μελωδία εκείνου του βιολιού- ακούστηκε να λέει: "Θα το πάρω". Ένας τρόμος με κυρίευσε, τρόμος που καταλάγιασε όταν βρέθηκα στην τσάντα της και αργότερα στο σπίτι της.

Με ακούμπησε επάνω στο γραφείο της, μπροστά από το παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα. Ήταν όμορφα, δε μπορώ να πω. Παρατηρούσα τη μοναχική ζωή της και κάθε τόσο άκουγα μελωδίες που έβαζε στο γραμμόφωνο πίνοντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Έτσι περνούσαν οι μέρες, έτσι περνούσαν οι μήνες.

Μα ένα πρωινό με σήκωσε από το γραφείο και με έβαλε πάλι στην τσάντα της. Δεν ήξερα που πηγαίναμε ούτε ήξερα τι θα με κάνει. Ξαφνικά φτάσαμε σε ένα μέρος, σαν παλιό αρχοντικό, μέσα από το οποίο ακουγόταν μουσική. Τότε με έβγαλε από την τσάντα της και άρχισε σιγά - σιγά να σκίζει ένα-ένα τα υπόλοιπα φύλλα που τόσο καιρό πια είχαμε δεθεί μεταξύ μας με φιλικά δεσμά. Παρακαλούσα να μη φτάσει η σειρά μου. Όμως τα παρακάλια μου δεν εισακούστηκαν. Και το χέρι αυτό το ευαίσθητο υπό τους ήχους μιας άλλης αυτή τη φορά μουσικής με έσχισε πέρα ως πέρα μην ακούγοντας τον πόνο και το δάκρυ μου.

Τότε για λίγο αιωρήθηκα στο χώρο, μια ζάλη κυρίευσε το μυαλό μου. Ώσπου λίγο πριν τη μοιραία σύγκρουση με το έδαφος ένα άλλο χέρι, απερίγραπτο γι' αυτό και μαγικό,  με έπιασε με τόση τρυφερότητα όση δεν είχα νιώσει ποτέ μου. Με κοίταξε με τα σκοτεινά της μάτια, που καθρέφτιζαν τα πάντα και το τίποτα μαζί και άρχισε να χορεύει μαζί μου κρατώντας με σαν πολύτιμο φυλαχτό, σαν κομμάτι της ψυχής της. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι. Είχα μαγευτεί. Ίσως να ήταν η μουσική, ίσως να ήταν ο χώρος και ο χρόνος ο κατάλληλος, ίσως απλά να ήταν εκείνη. Ο χορός μας συνεχιζόταν μέχρι να φτάσει το δειλινό. Η μουσική συνέχιζε να παίζει και εκείνη δε με άφηνε από τα χέρια της. Με έκανε ό,τι ήθελε, με τσαλάκωνε και με ίσιωνε, με χάιδευε και με πόναγε μα τίποτα δε με ένοιαζε. Είχα πια χαθεί. Είχα χαθεί σε ένα όνειρο που δεν ήθελα να τελειώσει. Μόνο που ποτέ δε με κοίταγε. Λίγο μόνο στην αρχή, όταν με πρωτοπήρε στα χέρια της, με άγγιξε το βλέμμα της. Ύστερα, τίποτα.

Η ώρα πέρασε. Είχε για τα καλά πια πέσει η νύχτα. Η μουσική είχε από ώρα σταματήσει. Βρισκόμασταν πλέον σπίτι της. Σε όλη τη διαδρομή δε με είχε αφήσει λεπτό από τα χέρια της. Μόνο όταν φτάσαμε εκεί με ακούμπησε απαλά πάνω στον καναπέ. Έκατσε δίπλα μου και πήρε στα χέρια της το βιολί που βρισκόταν πιο δίπλα. Η μουσική πλημμύρισε το χώρο. Οι νότες διηγούνταν μια ιστορία, τη δική  της ιστορία. Την ιστορία μιας κοπέλας που πάλευε να βρει σ'αυτόν τον κόσμο τον ίδιο της τον εαυτό. Μα πώς θα μπορούσε να το κάνει αφού η ίδια ήταν αστρόσκονη;

Τότε εντελώς ξαφνικά σταμάτησε να παίζει. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει καθώς γύρισε να με κοιτάξει. Με έπιασε απαλά στα χέρια της και βγήκαμε από το σπίτι στην υγρασία της νύχτας. Προχωρήσαμε για αρκετή ώρα μέχρι που φτάσαμε σε ένα δάσος. Έβγαλε τα παπούτσια της και άρχισε να περπατά στο χώμα αισθανόμενη τη γη στα πέλματα της. Προχώρησε όσο πιο μακρυά γινόταν μέσα στο δάσος ώσπου φτάσαμε δίπλα σε μια λίμνη. Εκεί, κάτω από τα φύλλα ενός αιώνιου δέντρου άρχισε με τα γυμνά της χέρια να σκάβει. Έβγαλε από την τσέπη της κάτι σπόρους και τους τύλιξε με εμένα. Έπειτα, με έβαλε απαλά μέσα στη γη και με σκέπασε με χώμα. Σηκώθηκε και πλησίασε στη λίμνη. Το πρόσωπο της καθρεφτιζόταν μαγικό στο φως του φεγγαριού. Έσκυψε και γέμισε με νερό τις χούφτες της και μεταφέροντας το, το έριξε από πάνω μου. Τώρα πια δεν ήταν βουρκωμένη. Τα μάτια της έλαμπαν από μια απερίγραπτη ευτυχία και ένα χαμόγελο χάραζε το πρόσωπο της. Γονάτισε μπροστά μου και φίλησε το χώμα. Και τότε μου είπε τα μοναδικά της λόγια, τα λόγια που ακόμα και σήμερα που έχω γίνει ολόκληρο δέντρο αντηχούν στ' αυτιά μου.

"Οι άνθρωποι είναι υπέροχοι. Αυτό να το θυμάσαι".

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Οργασμός


Ο άνεμος φυσάει. Τα φύλλα θροϊζουν. Καθώς ερωτοτροπούν μεταξύ τους ακούγεται το τραγούδι τους...

Είναι στα όνειρα βροχή
είναι στο νου μέσα πνοή
αυτό που απ'την ψυχή μας βγαίνει
και σ' άλλους τόπους μας πηγαίνει

Είναι στις πόλεις ο ξεπεσμός
είναι των "θέλω" ο μαρασμός
ειν' όσα σκεφτήκαμε
και όσα ονειρευτήκαμε

Μα έρχονται κάποιες στιγμές
τυχαίες και μοναδικές
που βιώνεις τη μαγεία
κι ανακαλύπτεις την ουσία

Και τότε η ρουτίνα μας
-γυαλιστερή βιτρίνα μας-
είναι που σπάει και τα χαλάει
και νέος άνεμος φυσάει

Και βήματα πια μαγικά
με μουσικές, χορευτικά
σε οδηγούν σε νέα αρχή
στου ονείρου μας την απαρχή

Κι είναι τ' άγνωστα που έρχονται
όσα μας διαδέχονται
που πια δεν ξέρουμε που θα οδηγήσουν
και σε ποια γη θα καταλήξουν

Μα όταν ο άνεμος κοπάζει
τότε μας τρώει το μαράζι
γιατί όσα ονειρευτήκαμε
ποτέ μας δε γευτήκαμε

Μα έστω για λίγο κατορθώσαμε
τον οργασμό βιώσαμε
κι έστω για λίγο ζήσαμε
τα όνειρα που σβήσαμε

Ο άνεμος σταμάτησε. Απανεμιά. Τότε ακούστηκε η φωνή του γηραιότερου φύλλου. Μέσα στην ησυχία του ηλιοβασιλέματος οι λέξεις βγήκαν αργά από τα χείλη του:

"Ο οργασμός είναι η θέαση του ονείρου στο σούρουπο χειμωνιάτικης ημέρας"

Όλα τα φύλλα έσκυψαν τότε το κεφάλι ευλαβικά και περίμεναν το νέο άνεμο που κάποτε πάλι θα φυσούσε...

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Λίγο απ'το παράδοξο πολύ


Τα χείλη σου
αποχωριζόμενα από τα δικά μου
γέννησαν τη σιωπή

Τότε
εύθραυστες οι λέξεις
-χωρίς ήχους-
ακούστηκαν ανάμεσα μας

Και ήταν τότε
που κατανοήσαμε
πως η απόσταση αυτή,
στο στήθος των βαθιών ονείρων μας
ανάμεσα στα αντικριστά μάτια μας,
έμελλε να χαράξει το πεπρωμένο μας

Γιατί είναι πάνω από μένα
όσα μέσα σε μένα
αχνοκατοικούν

Κι είναι πάνω από μένα
όσα τριγύρω μου
με προσπερνούν

Ετσι
ζώντας λίγο απ'το πολύ
απομένει η νοσταλγία
των άδειων αγκαλιών
Και παραμένει στο βάθος των ματιών
ο αντικατοπτρισμός των άλλων
και μια τελευταία αγκαλιά
να υπενθυμίζει την πραγματικότητα
που με ξεπερνά

Πάντα με το πολύ πορεύτηκα,
πάντα με το πολύ...
Και αυτό το πολύ
καμιά πραγματικότητα
δε μπορεί
να μου το στερήσει