Αιωρήθηκα επάνω σε φλογισμένα κλαδιά αναζητώντας την αλήθεια των πρέπει που μου επιβάλλουν.
Δε δίστασα στιγμή.
Για λίγο προσπάθησαν να με συνθλίψουν, να αφουγκραστούν της ακοής το βάλσαμο και να γευτούν το νέκταρ της ουσίας.
Πώς να καταλάβουν;
Στην κοινωνία των μυρμηγκιών δεν υπάρχει εξουσία. Μονάχα ανιδιοτέλεια και ένας προκαθορισμένος σκοπός.
Σαν αυτόν που ακούγεται τώρα να γεμίζει τη θάλασσα με ήχο.
Δε ζήτησα τη βοήθεια για να αποφύγω την ελευθερία της φυλακής μου.
Αφού γνωρίζω πως πλέον έχω πάθει ανοσία από την αλήθεια των πρέπει.
Το συννεφόκαμα έφτασε μέχρι τα βουνά.
Έφτασε μέχρι τις ψηλές τους κορυφές και ισοπέδωσε τις λέξεις τους.
Η θάλασσα με όλη την πλανευτική γοητεία της ακούμπησε για λίγο τον εγκέφαλο μου.
Ανάμεσα σε Συμπληγάδες όρισα τις σκέψεις του μέλλοντος μου.
Αντιπαρέταξα στο σήμερα το χτες
μα αποτέλεσμα δεν έβγαλα.
Πως να εφραστεί πια όλο αυτό το παράξενο αδόκιμο πράγμα που ονομάζεται ζωή;
Και ας ξεγελάστηκα,
και ας δοκίμασα το αίμα μέσα από το ποτήρι.
Ας άδειασα το σπίτι από τα στάχυα που φύτρωναν παντού.
Μάταια.
Στην πλακόστρωτη πλατεία, ανάμεσα από τα ψηλά βουνά ένιωσα το βλέμμα.
Έκανα πως δεν είδα, έκανε πως δεν είδε.
Μα οι ματιές μας ανταμώθηκαν.
Ώσπου
σε μια παραδοχή της αλήθειας των ψευδαισθήσεων
λίγο πριν τα φτερά των πουλιών αγγίξουν το βάθος του γκρεμού
ένα σύννεφο έκρυψε το είδωλο μου.
Και έμεινα να αναρωτιέμαι
αν όλα όσα φαντάστηκα
συνέβησαν αληθινά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου