Στην κορυφή του μαγικού λόφου, αφού περάσει κανείς τις πεδιάδες, στεκόταν το παλιό ερειπωμένο σπίτι. Το σπίτι αυτό εμφανιζόταν κάθε βράδυ γύρω στο ηλιοβασίλεμα και έστεκε εκεί, ερειπωμένο και ακατοίκητο, μέχρι την ανατολή. Έπειτα χανόταν στο φως της ημέρας. Αυτό που έκανε εντύπωση σε αυτό το σπίτι ήταν τα ακορντεόν που ήταν κρεμασμένα στα παράθυρα του. Διάφανα ακορντεόν σαν ιστός αράχνης, που άφηναν τον ήλιο του δειλινού να περνάει μέσα στα ξύλινα πατώματα του σπιτιού και να δημιουργεί αλλόκοσμες φιγούρες.
Μια μέρα αποφάσισε να πλησιάσει. Περίμενε να πέσει ο ήλιος και εκεί πάνω στο λιόγερμα κίνησε για το μαγικό λόφο. Όσο πλησίαζε το σπίτι, εκείνο ολοένα και μεγάλωνε.Κάποια στιγμή έφτασε μπροστά στην είσοδο. Εκεί καθόταν μια γάτα η οποία κοίταζε με τα φωτεινά πράσινα μάτια της. Έβγαλε εναν ήχο και ύστερα εξαφανίστηκε στα γύρω δέντρα. Ο δρόμος πλέον ήταν ανοιχτός. Πλησίασε την βαριά ξύλινη πόρτα και την έσπρωξε ακούγοντας τον θόρυβο των καιρών να αντηχεί στην ησυχία. Μπήκε μέσα. Το θέαμα ήταν απερίγραπτο.
Το πάτωμα, θαρρείς και ήταν απο χρυσάφι, έλαμπε στο φως του δειλινού. Τριγύρω όλων των ειδών τα λουλούδια ολάνθιστα ανέδυαν μια μαγευτική μυρωδιά. Απαλή μουσική ακουγόταν, κανείς δεν ξέρει απο που. Διάφορα πτηνά πετούσαν τραγουδώντας εξωτικές μελωδίες. Ασημοστόλιστα συντριβάνια με νερό τρεχούμενο έκαναν την εικόνα ακόμα πιο δελεαστική. Στο βάθος, πάνω στο ξύλινο τραπέζι βρισκόταν ένας σπασμένος καθρέφτης. Πλησίασε, αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα. Μόνο μια άυλη μορφή που δεν καθρεφτιζόταν. Δίπλα στον καθρέφτη, μια κιτρινισμένη σελίδα με ένα σύμβολο που δεν είχε ποτέ πριν δει, χαραγμένο επάνω της. Και δίπλα ακριβώς μια ακόμα πόρτα. Η δεύτερη.
Πλησίασε προς τα εκεί και την άνοιξε. Το δωμάτιο αυτό δεν είχε σχέση με το προηγούμενο. Ήταν παντελώς άδειο, το ίδιο όμως φωτεινό. Μόνο που στο πάτωμα του αυτή τη φορά βρίσκονταν χιλιάδες φωτογραφίες. Φωτογραφίες που δεν απεικόνιζαν πρόσωπα, παρά τοπία. Πάρκα, θάλασσες, βουνά, ρυάκια, ποτάμια, λίμνες. Φωτογραφίες που μόλις τις κρατούσε ζωντάνευαν και ότι απεικονιζόταν σε αυτές σχηματιζόταν στο χώρο. Σε μια από τις φωτογραφίες ήταν αποτυπωμένο το χαρτί που είχε δει στο προηγούμενο δωμάτιο. Μάλλον όμως ήταν λίγο διαφορετικό γιατί αυτό το χαρτί έγραφε πάνω: "Μ'ακούς;" Προς το παρόν ένιωσε μια αναταραχή. Στο βάθος όμως παρατήρησε ακόμα μια πόρτα και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ήταν η τρίτη πόρτα.
Την άνοιξε και βρήκε ενα δωμάτιο γεμάτο κούκλες. Κούκλες παιδικές, κούκλες από αυτές που βλέπουμε στις βιτρίνες, κούκλες σαν ανθρώπινες χωρίς ίχνος ζωής όμως πάνω τους. Όλες τους ήταν εξαιρετικά διακοσμημένες, είτε με ολοπόρφυρα ρούχα, είτε με χρυσαφένιες κλωστές, με μαλλιά που έλαμπαν στο ημίφως. Κούκλες που είχαν όλες ένα κοινό. Κοίταζαν προς μια συγκεκριμένη πλευρά του δωματίου σαν να ήθελαν να καθοδηγήσουν τον απρόσκλητο επισκέπτη προς τα εκεί. Έτσι και έκανε. Προχώτησε προς το μέρος που κοιτούσαν οι κούκλες μα δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο εκτός από ένα σφραγισμένο παράθυρο.Στο πάτωμα όμως διαπίστωσε πως έλειπε μια σανίδα. Έσκυψε και αφού παραμέρησε δυο τρείς ακόμα είδε μια μικρή πορτα , την τέταρτη που μόλις την άνοιξε οδηγούσε σε κάτι σκαλιά.
Κατέβηκε τα σκαλιά και το φως λιγόστευε. Ώσπου ξαφνικά είδε νερό. Το γεύτηκε και ήταν αλμυρό. Η ζέστη εκεί κάτω ήταν αφόρητη. Από κάπου στο βάθος ακούστηκε ένα νιαούρισμα. Στο μισοσκόταδο τα μάτια της γάτας έλαμψαν. Κοιτάχτηκαν για κάμποση ώρα και έπειτα η γάτα γύρισε αργά και σαν να έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Έτσι και έγινε μέχρι που βρέθηκε σε ένα λαβύρινθο. Συνέχιζε όμως να έχει εμπιστοσύνη στη γάτα παρά το γεγονός ότι πλέον το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Στους τοίχους των διαδρόμων όμως ξαφνικά άναψαν κεριά. Πως δε τα είχε παρατηρήσει τόση ώρα, αναρωτήθηκε. Και ποιος στ' αλήθεια τα άναψε; Πριν προλάβει να λύσει το αίνιγμα διαπίστωσε ότι βρισκόταν μπροστά σε μια ακόμα πόρτα. Την πέμπτη.
Μπήκε σε ένα δωμάτιο από το οποίο κρεμόταν ένας πολυέλαιος ο οποίος φώτιζε το χώρο. Εκτός από τον πολυέλαιο το δωμάτιο δεν είχε τίποτα άλλο. Μονάχα στους τοίχους ήταν γραμμένη η λέξη "Ελπίδα". Προσπάθησε να διακρίνει αν υπήρχε και άλλη πόρτα που να οδηγούσε κάπου αλλού όμως όχι. Ήταν μόνο η πόρτα από την οποία είχε μπει. Έτσι ξαναγύρισε προς τα εκεί και την άνοιξε. Αυτή τη φορά όμως δε βρέθηκε στο λαβύρινθο, αλλά λες και ο κόσμος γύρω είχε αλλάξει βρέθηκε σε ένα νέο δωμάτιο . Ξανακοίταξε την πόρτα με απορία και είδε πάνω της χαραγμένο τον αριθμό έξι.
Θα έδινε περισσότερη σημασία αν εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν ακουγόταν ξαφνικά μουσική από το βάθος του δωματίου. Ήταν τα νυχτερινά του Σοπέν που γνώριζε τόσο καλά. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στη μουσική. Παραπατώντας έφτασε προς τη πηγή του ήχου. Ένα παλιό γραμμόφωνο. Μόλις το άγγιξε η μουσική αμέσως σταμάτησε, ο τοίχος τραβήχτηκε και εμφανίστηκε μια ακόμα πόρτα. Η έβδομη.
Μπήκε στο δωμάτιο και διαπίστωσε ότι στη μέση του στεκόταν μια φιγούρα. Έμοιαζε με ανθρώπου αλλά δεν ήταν ακριβώς. Το μόνο συναίσθημα που ένιωσε ήταν μια απέχθεια και μια σιχαμάρα . Ένα συναίσθημα που γνώριζε καλά από παιδί όποτε έβλεπε παρόμοιες φιγούρες. Ένα κύμα οργής φούσκωσε εσωτερικά. Αποφάσισε όμως να μη δώσει σημασία, να προσπεράσει τη σιχαμερή φιγούρα και να ανοίξει την πόρτα που βρισκόταν ακριβώς πίσω της. Την όγδοη.
Και τότε είδε τη θάλασσα. Το τοπίο αστικό, η θάλασσα όμως τα ομόρφαινε όλα. Μπήκε μεσα της. Ξάπλωσε πάνω της. Αιωρήθηκε στο κύμα, στο χρόνο, στο χώρο. Μα ξαφνικά ένας δυνατός κεραυνός έσχισε τον ουρανό, η θάλασσα αγρίεψε και το κύμα σηκώθηκε θεόρατο. Έπρεπε κάπως να γλυτώσει όταν ξαφνικά είδε μια πόρτα να επιπλέει. Την έπιασε σαν σανίδα σωτηρίας και μόλις την άγγιξε όλα χάθηκαν. Η θάλασσα, ο κεραυνός, το κύμα. Ήταν η ένατη πόρτα.
Βρέθηκε σε ένα δωμάτιο άδειο. Μόνο στον τοίχο είχε μια φωτογραφία. Εκείνη και εκείνος. Εκείνος και εκείνη. Όλα έμοιαζαν σαν όνειρο, σαν να μην υπήρχαν πραγματικά και όμως υπήρχαν. Με δάκρυα στα μάτια πλησίασε τη φωτογραφία. Έσκυψε να ακουμπήσει τα λατρεμένα χείλη έστω και στο χαρτί και τότε όλα χάθηκαν. Η φωτογραφία εξαφανίστηκε και άνοιξε διάπλατα μια πόρτα. Η δέκατη και τελευταία. Αυτή που έβγαζε έξω από το παλιό ερειπωμένο σπίτι, στην κορυφή του μαγικού λόφου που εμφανιζόταν κάθε βράδυ γύρω στο ηλιοβασίλεμα.
Βγήκε έξω στον έναστρο ουρανό. Και όπως όλοι οι άνθρωποι που κάποτε αγγίξαν το όνειρο και το βίωσαν, ξέσπασε σε λυγμούς. Κοίταξε τα αστέρια και ευχήθηκε να γίνει ένα από αυτά. Και η ευχή έπιασε τόπο.
Από την ημέρα εκείνη κανείς δεν ξαναείδε το παλιό ερειπωμένο σπίτι στην κορυφή του μαγικού λόφου. Δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά. Οι γεροντότεροι διηγούνται το θρύλο στους νεότερους και πολλοί έχουν παεί εκεί γύρω στο ηλιοβασίλεμα προσμένοντας να εμφανιστεί. Μάταια. Το μόνο που βλέπουν στη θέση του είναι ένα έντονο φως και όταν κοιτούν τον ουρανό διαπιστώνουν ότι προέρχεται από ένα λαμπερό αστέρι. Τότε οι νεότεροι γυρνούν στους γεροντότερους ζητώντας τους το λόγο για την κοροιδία. Εκείνοι όμως τους διηγούνται μια άλλη ιστορία. Την ιστορία εκείνης και εκείνου. Την ιστορία εκείνου και εκείνης. Και αυτή η ιστορία δε μπορεί να γραφτεί. Γιατί είναι σαν ένα όνειρο που είτε το αγγίζεις και το βιώνεις, είτε όχι.
Στην κορυφή του μαγικού λόφου, αφού περάσει κανείς τις πεδιάδες, στεκόταν το παλιό ερειπωμένο σπίτι. Το σπίτι αυτό εμφανιζόταν κάθε βράδυ γύρω στο ηλιοβασίλεμα και έστεκε εκεί, ερειπωμένο και ακατοίκητο, μέχρι την ανατολή. Έπειτα χανόταν στο φως της ημέρας.
Το σπίτι αυτό δεν υπάρχει πια. Έμεινε στη θέση του μονάχα ένα αστέρι να φωτίζει το χώρο. Ο θρύλος λέει πως ίσως κάποια στιγμή το αστέρι χαμηλώσει τόσο που θα αγγίξει τη γη και το σπίτι πάλι θα εμφανιστεί. Ποιος όμως στ' αλήθεια ξέρει; Εξάλλου δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει το όνειρο.
Σημασία έχει Εκείνη και Εκείνος. Εκείνος και Εκείνη.
Please visit my blogs:
ΑπάντησηΔιαγραφήwww.mypetarts.blogspot.com arts
www.benjaminpelemele.blogspot.com nature
www.pelemelebenjamin.blogspot.com travel
www.loyznude.blogspot.com erotics
www.loyzero.blogspot.com spanking
www.benjamin2121.blog.cz varia, pictures, mostly retro