Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Το βάζο


Είναι ένα βάζο παλιό  που στέκεται μονάχο πάνω στο τραπέζι.
Απάνω του έχει ζωγραφισμένες διάφορες ζωγραφιές, με πινελιές που χάραξαν τα σωθικά του.
Αυτό το βάζο σε μια πλευρά έχει λίγο ραγίσει
και όμως ακόμα στέκει εκεί
και όμως ακόμα φυλάει τη χρησιμότητα του.

Έχουν καιρό λουλούδια να μπουν μέσα σ' αυτό το βάζο.
Ακόμα και τώρα θυμάται τις αισθαντικές του εκείνες στιγμές.
Εκεί που στα τοιχώματα του εσώτερου είναι του ακουμπούσαν οι μακρυές επεκτάσεις των ανθών.

Κάθε φορά που ένα νέο λουλούδι βυθιζόταν μέσα του
κάθε φορά που μύρισε ένα νέο ανθό
τότε αισθανόταν τη χρησιμότητα του
τότε αισθανόταν στ' αλήθεια ζωντανό.

Μ' αλήθεια έχουν καιρό να μπουν λουλούδια σ' αυτό το βάζο.
Τώρα αισθάνεται άχρηστο, είναι εν' άδειο βάζο.
Εν' άψυχο αντικείμενο, κοινό σαν όλα τ' άλλα.
Και θέλει να φωνάξει, πασχίζει να ουρλιάξει για τη χρησιμότητα του.
Προσπαθεί να πει πως δεν πήγαν όλα άδικα, πως δεν είν' όλα χαμένα.
Ούτε τα λουλούδια που φιλοξένησε στο βάθος του,
ούτε οι πινελιές του ζωγράφου που χάραξαν τα σωθικά του.

Θυμάται σαν τώρα το πρώτο λουλούδι που μπήκε εντός του.
Ήταν σκληρό, σχεδόν το έγδαρε στο εσωτερικό του.
Ώσπου ήρθε η μαγική στιγμή που κάποιο χέρι αόρατο το γέμισε νερό.
Τότε μια γλυκιά αρμονία απλώθηκε στο είναι του.
Κάθε κομμάτι του ένιωσε τη γλυκύτητα του υγρού στοιχείου στο κέντρο του οποίου και εντός του
έπλεε το λουλούδι.

Και αυτό συνέβαινε συχνά, σχεδόν καθημερινά,
αυτή η αλλαγή του νερού μέσα του προκειμένου το λουλούδι του να μη μαραθεί.
Ναι ήταν αλήθεια. Το βάζο είχε ερωτευτεί το λουλούδι του.

Κι υστερα ήρθαν και άλλα, και άλλα, και άλλα.
Και έτσι το βάζο γέμιζε, έτσι το βάζο άδειαζε
έτσι περνούσε ο καιρός έτσι περνούσαν τα χρόνια.

Μονό που να!
Πάνε χρόνια πια που δεν έχει δεχτεί λουλούδι μέσα του.
Πέρασε ο καιρός, πάλιωσε, έγινε ένα γερασμένο βάζο παρατημένο μονάχο επάνω στο τραπέζι.
Πέρασε ο καιρός.
Περάσαν άλλα βάζα, μεγαλύτερα και ωραιότερα από αυτό
βάζα που δέχτηκαν άλλα λουλούδια στα σωθικά τους.

Και κάπως έτσι άρχισε να αμφιβάλλει για τη χρησιμότητα του.
Μόνο που
μέσα του
βαθιά
γνώριζε
Το σημαντικότερο από όλα δεν ήταν τα λουλούδια που πέρασαν από μέσα του.
Το σημαντικότερο ήταν
εκείνες οι πινελιές του ζωγράφου
που είχαν χαράξει τα σωθικά του.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Η βασίλισσα


Φορούσε το στέμμα στο κεφάλι. Τα γκρίζα της μαλλιά λαμπύριζαν απο το φως του φεγγαριού δείχνοντας τη φιγούρα της στον τοίχο σαν μια από τις σκιές του ένδοξου παρελθόντος της. Κάτι τέτοιες στιγμές, τις στιγμές της απόλυτης μοναξιάς της, έρχονταν οι εικόνες αλλοτινών καιρών στο μυαλό της.

Παιχνίδια, γέλια, τραγούδια, μουσικές, δεξιώσεις, όλα τα είχε ζήσει.
Μόνο που τώρα απέμενε μονάχη κλεισμένη σε αυτό εδώ το σπίτι μαζί με τους παράξενους υπηκόους της και τα οράματα της.
Άλλοτε έβλεπε πως ταξίδευε σαν πουλί πάνω από τα βουνά.
Άλλοτε πως κολυμπούσε σα δελφίνι μέσα τη θάλασσα.
Άλλοτε ερχόντουσαν στο μυαλό της στιγμές μιας άλλης ζωής, μιας άλλης γυναίκας που τις έζησε τότε.
Ταξίδια σε όλο τον κόσμο.
Από τα στενά και βρώμικα σοκάκια της Σμύρνης, στα πλακόστρωτα δρομάκια της Ιταλίας.
Από τα δάση της Γερμανίας, μέχρι το πολύβουο και μαγευτικό Άμστερνταμ.
Μόνο που τώρα απέμενε μονάχη κλεισμένη σε αυτό εδώ το σπίτι μαζί με τους παράξενους υπηκόους της και τα οράματα της.
Και οι έρωτες.
Αυτοί οι έρωτες.
Εκείνοι που είχαν σημαδέψει την ψυχή της.
Πόσο λαχταρούσε τα μάτια εκείνου του αγοριού που είχε αντικρύσει κάπου εκεί στα δώδεκα της;
Πόσο αναπολούσε το ρίγος και τον πόνο της πρώτης της φοράς;
Πόσο πολύ θα θυμόταν εκείνον με τα κερασένια χείλη που ταξίδευε και όλο γυρνούσε στο λιμάνι της;
Α! μα αδιαμφισβήτητα είχε μεγάλο βασίλειο.
Τόσο που από το φθόνο των πολλών ερήμωσε.
Και έμεινε τώρα αυτή, εδώ, μονάχη, με το στέμμα στο ασημένιο της κεφάλι.
Ώρες ώρες της ερχόταν να εκραγεί. Πως κατάφερε να πονέσει τόσ τον εαυτό της;
Ώσπου συνέβη το παράδοξο...

Τη θυμάται σαν τώρα τη μέρα.

Είχε ξυπνήσει το πρωί και οι υπηρέτες είχαν όλοι εξαφανιστεί. Εφτιαξε μόνη τον καφέ της και άνοιξε το ραδιόφωνο. Παραδόξως δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι άνθρωποι μιλούσαν μια ακατανόητη σε αυτήν γλώσσα. Και τότε ήταν που χτύπησε το κουδούνι.
Άνοιξε ράθυμα την πόρτα και βρέθηκε μπροστά σε δύο από τους αυλικούς της. Μα επιτέλους που είχαν εξαφανιστεί;
Ως ένδειξη μετανοίας οι δύο νέοι της πρότειναν να τη συνοδέψουν στον πρωινό της περίπατο προς τα ανάκτορα.
Μπήκε έτσι στην υπερσύγχρονη  άμαξα της, ώσπου έφτασαν. Μόνο που δεν είχε ξαναδεί αυτό το μέρος. Εκεί άρχισε λίγο να μπερδεύεται ώσπου τις είδε.

Δύο νέες κοπέλες με στολή ήρθαν προς το μέρος της. Ήταν πράγματι πολύ ευγενικές όπως όφειλαν όλοι οι υπήκοοι απέναντι στη βασίλισσα τους. Αλλά στ' αλήθεια δε θυμόταν να έχει δώσει εντολή να φοράνε αυτές τις άσπρες στολές.

Και τότε σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό.
Ένα απαλό ψιλόβροχο είχε αρχίσει να νοτίζει το χώμα.
Πρόσεξε μια ταμπέλα πάνω από την πόρτα της εισόδου

Έγραφε:
"Ψυχής Ιατρείον".

Κατάλαβε επιτέλους. Οι αγαπημένοι της υπήκοοι  είχαν καταλάβει τον πόνο της ψυχής της.
Μα πόσο αλήθεια  τη λάτρευαν που την είχαν φέρει να γιατρευτεί για να ξαναδώσει χαρά στο βασίλειο τους.
Να γιατρευτεί από όσα μάτωναν την ψυχή της τόσα χρόνια.
Και κυρίως να γιατρευτεί από εκείνον τον παράξενο ταξιδιώτη με τα κερασένια χείλη...