Μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, το φεγγάρι άκουσε δυο ψιθύρους πάνω στη γη. Ήταν τα λόγια δυο ερωτευμένων που σκόρπιζαν αιώνιους όρκους, στην απεραντοσύνη των υπάρξεων τους. Το φεγγάρι χαμήλωσε να ακούσει πιο καθαρά για να μπορέσει να κλέψει κάτι πρωτότυπο ώστε να το πει στην αιώνια ερωμένη του, τη Γη. Το ερωτευμένο ζευγάρι δεν κατάλαβε στην αρχή τη διαφορά. Νόμιζε πως απλά φωτιζόταν περισσότερο ο κόσμος από τον έρωτα τους. Μα ξάφνου, το κορίτσι είδε πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα ένα φως να ασημοστολίζει τα μαλλιά του αγαπημένου της. Και τότε τρόμαξε και ζήτησε από το αγόρι να κοιτάξει τι υπάρχει έξω από το παράθυρο. Έτσι εκείνος, δειλά -δειλά άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και βγήκε έξω. Στην αρχή τυφλώθηκε από τη λάμψη του φεγγαριού και δεν κατάλαβε από που προερχόταν τόσο φως. Όταν τα μάτια του συνήθισαν έμεινε έκπληκτος να κοιτάει το φεγγάρι. Στην αρχή τρόμαξε λίγο, στη συνέχεια όμως έμεινε αποσβολωμένος με τα μάτια καρφωμένα στο υπέροχο θέαμα. Το κορίτσι που τόση ώρα βρισκόταν πίσω από το παράθυρο ανησύχησε για τον αγαπημένο της και αποφάσισε να βγει και εκείνο έξω για να δει τι συμβαίνει. Μόλις είδε το ονειρικό σκηνικό, έπεσε στην αγκαλιά του αγαπημένου της και έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Εκείνος τη σήκωσε στα χέρια του και την έβαλε να καθίσει στην κουπαστή του φεγγαριού. Ύστερα κάθισε και εκείνος και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Πόση ώρα πέρασε έτσι, οι δύο ερωτευμένοι δεν το κατάλαβαν. Σιγά σιγά ένιωθαν τα σώματα τους να αιωρούνται, τις υπάρξεις τους να χάνουν την υλική τους υπόσταση και να χάνονται στο πέρασμα του χρόνου. Πλέον είχαν εξαφανιστεί, ήταν μονάχα δύο κόκκοι άμμου, δύο μικρές κουκκίδες μέσα στην απεραντοσύνη. Δύο μονάχα στιγμές, αγκιστρωμένες στο πέρασμα του χρόνου. Το φεγγάρι που τόση ώρα αμίλητο έβλεπε τους δύο ερωτευμένους, δάκρυσε. Θυμήθηκε τον δικό του έρωτα για τη Γη και το πως ήταν καταδικασμένο να μην μπορεί να την αγγίξει ποτέ. Σιγά σιγά έπρεπε να γυρίσει στη θέση του και να μοιραστεί την αγαπημένη του με τον άλλο της εραστή, τον ήλιο. Έτσι σάλεψε λίγο για να δώσει στους δυο ερωτευμένους να καταλάβουν πως ήταν η ώρα του να φύγει. Εκείνοι όμως δεν κινήθηκαν. Είχαν πλέον περάσει από τον υλικό κόσμο στην άυλη υπόσταση τους, είχαν χάσει τις σωματικές τους αισθήσεις, είχαν αφεθεί στην ονειρική ύπαρξη του έρωτα. Τότε το φεγγάρι κατάλαβε. Οι δύο ερωτευμένοι δεν θα έφευγαν ποτέ από πάνω του. Κι έτσι ξεκίνησε το μακρινό του ταξίδι, την δύσκολη ανάβαση προς τον ουρανό. Το ζευγάρι θα ερχόταν μαζί του. Και έτσι δεν θα χωρίζονταν ποτέ. Και έτσι θα ζούσαν αιώνια τον έρωτα τους μέχρι εκείνο να καταφέρει κάποτε να σμίξει για πάντα με την δική του αγάπη αφήνοντας και αυτό το σημάδι του, τη μια του στιγμή στο πέρασμα του χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου