Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018

Οι σκιές μας υπάρχουν γιατί υπάρχουμε εμείς



"Οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι."

Σοφοκλής, "Αντιγόνη"

Τι φοβόταν αλήθεια; Τι; Αφού γνώριζε πως ο φόβος είναι κάτι το ανύπαρκτο. Κι όμως φοβόταν. Μέσα σε αυτή τη νυχτερινή ησυχία, μόνη της στο δωμάτιο, χωρίς ίχνος φωτός στο σπίτι οι σκέψεις της την ταλαιπωρούσαν όπως πάντα. Σηκώθηκε και άναψε ένα κερί. Το φως του τρεμόπαιξε με τη σκιά της. Ήταν πάλι η ώρα...

Ο διάλογος με τη σκιά της γνωστός. Καιρό τώρα συζητούσαν τις ανησυχίες και τις σκέψεις της για το μέλλον. Τα άγχη της και τις έγνοιες της. Και πάντα κατέληγαν στο να γίνεται αυτό που θέλει η σκιά της. Πάντα υποχωρούσε σε εκείνη. Σήμερα όμως το είχε πάρει απόφαση. Θα επαναστατούσε. Δε θα της περνούσε πάλι. Όχι κι αυτή τη φορά. 

Για αρχή της γύρισε την πλάτη. Ήταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό στη σκιά της. Της γύρισε την πλάτη και έμεινε ακίνητη ακούγοντας τη σιωπή. Τίποτα δε συνέβη. Ήδη, ένιωθε μια μεγάλη νίκη μέσα της. Είχε αναρωτηθεί πολλές φορές στο παρελθόν τι θα γινόταν αν γυρνούσε την πλάτη στη σκιά της. Μήπως θα την κάρφωνε με ένα μαχαίρι διαπερνώντας τα σωθικά της; Μήπως θα την έπνιγε στα βουβά, κρατώντας μονάχα μια τελευταία ανάσα για τη δική της απόλαυση;

Μα τι σκεφτόταν τόσο καιρό; Τι αηδίες; Αφού αν την σκότωνε, τότε θα πέθαινε και η ίδια.

Η σκιά της υπήρχε γιατί υπήρχε και αυτή.

Οι σκιές μας υπάρχουν γιατί υπάρχουμε εμείς.

Άξαφνα συνειδητοποίησε τη δύναμη της. Κατανόησε την εξουσία που ασκούσε πάνω στη σκιά της. Η σκιά της ζούσε από εκείνη, τρεφόταν από εκείνη, είχε δύναμη εξαιτίας εκείνης. Τότε όλο της το είναι αναθάρρησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε προς το ραδιόφωνο. Το άνοιξε στον αγαπημένο της σταθμό, αυτόν που πάντα έπαιζε κλασική μουσική. Οι νότες ξεχύθηκαν απαλές στο χώρο.

Και τότε γύρισε. Κοίταξε κατάματα τη σκιά της και την πρόσταξε να μιλήσει. Για πρώτη φορά εκείνη παρέμενε βουβή. Για πρώτη φορά δε τη διέταζε να κάνει κάτι. Ένιωθε τόσο δυνατή αλήθεια. Τόσο δυνατή. Κι όμως ξαφνικά, οι λέξεις ήρθαν στα αυτιά της.

"Τι θέλεις πάλι ηλίθια; Τι δεν κατάλαβες; Νόμιζες πως θα με νικούσες με τα τεχνάσματα σου;"

Όχι, όχι δεν ήταν δυνατόν. Ένας αδιόρατος φόβος έσφιξε την καρδιά της. Δε μπορούσε να συμβαίνει. Αφού είχε σταματήσει να φοβάται. Αφού τώρα πια ήταν δυνατή.
Η σκιά όμως συνέχιζε χτυπώντας όλες τις αδυναμίες της.

"Είσαι μια χοντρή, κακομούτσουνη, με πεσμένα βυζιά και κυτταρίτιδα. Είσαι ένα τίποτα, ένα σκουπίδι, ένα μηδενικό. Ό,τι σου συμβαίνει το αξίζεις. Έτσι σου πρέπει, να σκύβεις το κεφάλι και να μην αντιμιλάς. Να ματώνει το σώμα και η ψυχή σου και εσύ να το βουλώνεις. Πήγαινε τώρα να πάρεις την εκδίκηση σου εκεί που νομίζεις ότι αυτό είναι εφικτό. Με εμένα όμως, θα είσαι πάντα δεμένη, πάντα υπάκουη. Θα φτάσεις στο άλλο άκρο του κύκλου. Θα φτάσεις να με αγαπάς."

Κοίταζε τη σκιά της με μάτια βουρκωμένα. Αυτή ήταν η χοντρή, αυτή ήταν η ανάξια, αυτή ήταν το τίποτα. Παραδόθηκε στη δύναμη της μουσικής. Μέσα της φούντωνε η οργή. Κάποιος θα την πλήρωνε πάλι. Κάποιος άλλος εκτός από τη σκιά της...

Αλήθεια όμως. Ως πότε θα υποχωρούσε; Ως πότε θα ήταν υπάκουη; Ως πότε θα φοβόταν τη σκιά της; Πήρε μια βαθιά ανάσα. Οι μελωδίες γαλήνευαν την ψυχή της. Σιγά σιγά, δειλά δειλά, άρχισε να ψιθυρίζει...

ταν δὴ μὴ σθένω, ὅταν δὴ μὴ σθένω..."

Σαν πρόσωπο αρχαίας τραγωδίας άρχισε να λικνίζεται στο ρυθμό των οργάνων της ορχήστρας.

"Τι κάνεις εκεί ηλίθια;"
"Χορεύω"
"Και τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις;"
"Όταν δὴ μὴ σθένω, ὅταν δὴ μὴ σθένω..."
"Είσαι ηλίθια"
"Μπορεί. Τώρα όμως χορεύω. Και εσύ ..."
"Και εγώ;"
"Εσύ..."
"Εγώ;"
"Εσύ , σκάσε πια! Βούλωσε το!"

Ο χορός της έγινε όλο και πιο γρήγορος, όλο και πιο έντονος.
Τώρα πια δεν υπήρχε αυτή, δεν υπήρχε η σκιά της.
Τώρα πια ο κόσμος ήταν μονάχα ήχος , ο κόσμος ήταν μονάχα μουσική.
Άρχισε να στριφογυρνά γύρω από τον εαυτό της.
Είχε χαθεί, δε χόρευε, δεν πατούσε στη γη. Δεν υπήρχε πια εκεί.
Αισθανόταν τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν.
Ζαλιζόταν.
"Όταν δὴ μὴ σθένω..."
Σιγά σιγά πήρε να ξημερώνει.
Το κερί είχε εδώ και ώρα λιώσει.

Ώρες, μέρες, εβδομάδες μετά βρήκαν δίπλα της ένα χαρτί.
Είχε γραμμένη μία μονάχα λέξη:

επαύσομαι".

Οι Ισμήνες τριγύρω τότε είπαν:

"Ἀρχὴν δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα".

Είχε πάλι όμως πέσει η νύχτα. Το θρόισμα των φύλλων, ο αχός των κυμμάτων, οι στάλες της βροχής έφερναν το μήνυμα. Το μήνυμα που καθόριζε το τέλος. Το μήνυμα που άκουσαν οι Ισμήνες και έσκυψαν υπάκουες το κεφάλι:

"Όταν δὴ μὴ σθένω..."