Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Η νύχτα που γεννήθηκε το σκότος


Η ιστορία του Χανς και της Σάρα

Ήταν τότε που γεννήθηκε το σκότος...

Ο ήλιος ανέτειλε πάνω από το Βερολίνο. Ο Χανς σηκώθηκε όπως κάθε πρωί να πάει στη δουλειά του. Ήταν μια παγερή νύχτα του Νοέμβρη. Αφού ντύθηκε καλά, βγήκε από το σπίτι. Η παγωνιά χτύπησε αμέσως τα μάγουλα του. Ανέπνεε τον καθαρό, παγωμένο αέρα μα μέσα του κρυβόταν μια αδιόρατη ανησυχία. Δεν ήξερε γιατί, δεν ήξερε το λόγο. Αποφάσισε να μη δώσει σημασία και κατευθύνθηκε προς τη στάση του λεωφορείου. Στην ώρα του, όπως πάντα, το μεταφορικό μέσο ήταν εκεί για να τον πάει στη δουλειά του.

Ο Χανς δούλευε σε μια μικρή βιοτεχνία παπουτσιών τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Μετά την αλλαγή του πολιτεύματος είχε καταφέρει και αυτός να βρει μια δουλειά έπειτα από αρκετούς μήνες που είχε περάσει ως άνεργος και που στεκόταν στην ουρά του συσσιτίου για μια σούπα ή ένα καρβέλι ψωμί. Ο νέος ηγέτης της χώρας είχε υποσχεθεί πολλά και αρκετά από αυτά τα είχε ήδη κάνει πράξη, δίνοντας δουλειά σε εκατομμύρια συμπατριώτες του,βάζοντας τους να εργαστούν σε μεγαλεπήβολα δημόσια έργα. Ο Χανς δεν έβλεπε με καλό μάτι τις υποσχέσεις του νέου ισχυρότερου άνδρα της χώρας όμως δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα μπροστά στον φρενήρη ενθουσιασμό που είχε καταλάβει τους συμπολίτες του.

Τον τελευταίο καιρό μάλιστα, παρατηρούσε και μια μεταστροφή στην συμπεριφορά του Βόλφγκαν, του εργοδότη του. "Μετά τον πόλεμο και την καταστροφή, ένας νέος άνθρωπος είχε έρθει να δώσει ξανά όραμα στον τόπο, να εμπνεύσει ξανά τα ιδανικά μας, να ξαναστήσει τη χώρα στα πόδια της", συνήθιζε να του λέει. Ναι, ο Βόλφγκαν ήταν πράγματι χαρούμενος με την εξέλιξη αυτή. Η δουλειά πήγαινε καλά, οι πωλήσεις αυξάνονταν και κάποιος νοιαζόταν επιτέλους για τον απλό πολίτη.

Στη δουλειά του Χανς δούλευε και η Σάρα η γυναίκα του. Η Σάρα έπρεπε να βρίσκεται πιο νωρίς εκεί γιατί είχε διαφορετικό ωράριο, επομένως όσα δεν προλάβαιναν να συζητήσουν το πρωί τα συζητούσαν με τα μάτια κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. 

Η Σάρα λάτρευε τον Χανς και εκείνος το ίδιο. Κάθε φορά που τον έβλεπε κάτι φτερούγιζε μέσα της. θυμόταν ακόμα πόσο γλυκά την είχε προσεγγίσει, τον έρωτα που καθρεφτιζόταν στα μάτια του και το πάθος στο πρώτο τους φιλί σε ένα παγκάκι. Ένας έρωτας ξαφνικός και παθιασμένος που δεν είχε πάψει να υπάρχει μέχρι και τη στιγμή εκείνη.

Όμως ήταν τότε που γεννήθηκε το σκότος...

Η αρχή έγινε όταν ο Βόλφγκαν άλλαξε τη συμπεριφορά του απέναντι στη Χάνα. Ποτέ δεν της συμπεριφερόταν ιδιαίτερα καλά βέβαια, όμως το τελευταίο διάστημα το κακό είχε παραγίνει. Την κατηγορούσε συνεχώς για όλα, της χρέωνε επιπλέον εργασίες χωρίς αμοιβή και την ανάγκαζε πολλές φορές να μένει παραπάνω στη δουλειά χωρίς έστω να την επιβραβεύει. Και μέσα σε όλα αυτά της συμπεριφερόταν και άσχημα μιλώντας της απότομα ή πολλές φορές βρίζοντας την. Η Σάρα τα κατάπινε όλα, αφού είχε ανάγκη τη δουλειά. Το ίδιο και ο Χανς που ήταν παρών τις περισσότερες φορές. Πολλές φορές σκεφτόταν πως η μεταστροφή της συμπεριφοράς του εργοδότη τους οφειλόταν στις νέες ιδέες που πρέσβευε η καινούρια εξουσία. Πως άνθρωποι άλλων φυλών ή θρησκευμάτων ήταν κατώτεροι από εκείνους και πως θα έπρεπε να τους συμπεριφέρονται σαν  να είναι ζώα. Ο Χανς δεν μπορούσε να τα κατανοήσει όλα αυτά, δεν χωρούσαν στη λογική του. Διαπίστωνε όμως πως μεγάλο μέρος των συμπατριωτών του, ασπαζόταν τις απόψεις αυτές. Και αυτό τον έθλιβε, γιατί αγαπούσε πραγματικά τη Σάρα και δεν άντεχε να βλέπει να της συμπεριφέρονται έτσι άνθρωποι που μέχρι χτες ήταν δίπλα τους.

Μα ήταν τότε που γεννήθηκε το σκότος...

Η αρχή έγινε όταν ο Βόλφγκαν απέλυσε τη Σάρα. Η αιτιολογία ήταν ότι περίσσευε καθώς υπήρχαν πολλοί συμπολίτες του που του ζητούσαν δουλειά, ενώ αυτός είχε στη θέση τους μια ξένη. Το βράδυ εκείνης της ημέρας ο Χανς πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του τη Σάρα και έπνιξε βουβά τα δάκρυα του στον ώμο της. Εκείνη παρέμενε ακλόνητη, βράχος. "Θα περάσει κι αυτό", του έλεγε. Δεν πέρασε ποτέ όμως. Αντιθέτως υπήρξε και συνέχεια. Λίγο καιρό μετά την απόλυση της Σάρα, ήταν η σειρά του Χανς. Ο λόγος; Δεν εντασσόταν στο κόμμα που κυβερνούσε τον τόπο.. Και σύμφωνα με τις νέες ιδέες που πλανιόνταν πάνω από τη χώρα, όλοι θα έπρεπε να είναι μέλη του μοναδικού κόμματος που είχε παραμείνει νόμιμο. Όποιος δεν ακολουθούσε τη μάζα, έβγαινε από το κουτί και γινόταν δακτυλοδεικτούμενος. Πόσο μάλλον ο Χανς που ήταν και παντρεμένος με μια ξένη...

Το μεγαλύτερο πλήγμα όμως δεν ήταν η ανεργία. Ήταν ένας νέος, εξωφρενικός νόμος που όριζε πως όσοι ήταν παντρεμένοι με ξένους ή με ξένες από μια συγκεκριμένη φυλή θα έπρεπε να χωρίσουν.

Και τότε ήταν που γεννήθηκε το σκότος...

Ο Χανς αρνήθηκε να υπακούσει στο νόμο.Αρνήθηκε να σκύψει το κεφάλι και να αποχωριστεί την αγάπη του, να αφήσει ό,τι πολυτιμότερο είχε να φύγει από τα χέρια του. Δεν μπορούσε να κατανοήσει τον τόσο παραλογισμό, δεν μπορούσε να καταλάβει που ήταν το κακό που ήταν παντρεμένος με μια ξένη. Και ακριβώς επειδή δεν το καταλάβαινε, ακριβώς επειδή η αγάπη του για τη Σάρα ήταν βαθιά και ειλικρινής, ένα ξημέρωμα που ο ήλιος δεν ανέτειλε ποτέ χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού τους.

Με συνοπτικές διαδικασίες τα όργανα της εξουσίας, σήκωσαν από το κρεββάτι τον Χανς και τη Σάρα. Χωρίς ούτε να τους αφήσουν να πάρουν τα υπάρχοντα τους, τους έβαλαν σε ένα φορτηγό και τους πήγαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Χανς κοιτούσε τη γυναίκα του στα μάτια ενώ εκείνη του έλεγε πως πρέπει να τη χωρίσει. "Μα τώρα θα σε χωρίσω;" της απαντούσε. "Τώρα που θα πάμε επιτέλους ένα ταξίδι οι δύο μας;" της έλεγε με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο.

Το τραίνο είχε ξεκινήσει αφήνοντας λευκό καπνό στον βαρύ και μαυρισμένο βερολινέζικο ουρανό. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους και πέρασαν την πύλη της νέας τους κατοικίας ο Χανς έπιασε το χέρι της Σάρα. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και της είπε πόσο την αγαπούσε. Ύστερα βρέθηκε στο πάτωμα αιμόφυρτος από το χτύπημα ενός οργάνου της εξουσίας. Αυτός ήταν χειρότερος από τη Σάρα. Γιατί αυτός ήταν ο "δικός τους" που τους πρόδιδε για την ξένη. Ήταν αυτός που τους πρόδιδε για την αγάπη.

Το σκοτάδι είχε απλωθεί πάνω από το Βερολίνο. Το σκοτάδι είχε απλωθεί πάνω από την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Και μια τέτοια νύχτα, λίγο πριν ο ήλιος προσπαθήσει να φωτίσει την πλάση, ο Χανς και η Σάρα βρέθηκαν γυμνοί και αγκαλιασμένοι σε ένα μικρό δωμάτιο μαζί με πολλούς άλλους που ήταν απλά κάτι διαφορετικό από την πλειοψηφία στον τόπο.

Εκείνη την ημέρα ο ήλιος δεν ανέτειλε ποτέ. Και καθώς νέα τρένα έφταναν αφήνοντας και αυτά λευκό καπνό στον μαύρο ουρανό, η ανάσες του Χανς και της Σάρα ενώθηκαν σε ένα τελευταίο φιλί λίγο πριν εξαφανιστούν για πάντα, λίγο πριν αφήσουν το δικό τους φως, το φως της αγάπης τους να λάμψει μέσα στο μίσος. Λίγο πριν φωτίσουν τον σκοτεινό ουρανό και γίνουν άυλες υποστάσεις που πορεύτηκαν μαζί, αγκαλιασμένες στη ζωή και στο θάνατο.

Εκείνη την ημέρα ο ήλιος δεν ανέτειλε. Κράτησε τις αχτίδες του κλειστές και υποκλίθηκε στην αγάπη.

Ήταν η νύχτα που γεννήθηκε το σκότος. Λίγο ακόμα ήθελε και θα ξημέρωνε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου