Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

Μονόλογος ενός ξεριζωμένου

Φωτισμός χαμηλός. Στο κέντρο της σκηνής βρίσκεται μια παλιά ξύλινη καρέκλα. Ένας προβολέας φωτίζει την καρέκλα. Στη σκηνή εμφανίζεται ένα νεαρό παιδί ντυμένο στα άσπρα. Κάθεται στην καρέκλα...

"Ωραία μέρα απόψε. Η Σμύρνη, η πόλη μου, ο τόπος που γεννήθηκα ζει επιτέλους το όνειρο της. Η ελληνική σημαία κυματίζει στην προκυμαία. Πόσο περήφανος θα ήταν ο παππούς μου αν μπορούσε να με δει, αν μπορούσε να αντικρίσει τα παιδιά του ελληνικού στρατού να παρελαύνουν στο λιμάνι... Τι ευτυχία είναι αυτή που ζω; Μόνο που να! Ανησυχώ για τη Φατιμά. Η αγαπημένη μου, είναι Τουρκάλα και έχει στεναχωρηθεί. Κλαίει και φωνάζει πως «οι άπιστοι θα μας σφάξουν». Θα της περάσει όμως. Όταν την πάρω στην αγκαλιά μου , θα τα ξεχάσει όλα! Όταν της μιλήσω και όταν ακούσω το κελαρυστό γέλιο της και τη φωνή της θα ολοκληρώσω την ευτυχία μου. Εξάλλου δεν πάει πολύς καιρός από τότε που μου είχε πει πως θέλει να με ακούει να μιλάω, γιατί της αρέσει η φωνή μου και ας μην καταλαβαίνει τη γλώσσα μου.Της φτάνει λέει που νιώθει την ψυχή μου μέσα από τα λόγια μου... Περίεργο πλάσμα στ' αλήθεια η Φατιμά μου...

Όμως , τι είναι αυτό που ακούγεται από μακρυά; Σαν να τρέχει ο χρόνος ή σαν να σταμάτησε. Τι είναι αυτές οι οπλές των αλόγων που ακούγονται; Και γιατί να νιώθω αυτό το σφίξιμο στην καρδιά μου; Είναι μέρα χαράς...Είναι μέρα χαράς...."

Τα φώτα σβήνουν. Ο νεαρός φεύγει. Στη θέση του κάθεται τώρα ένας γέρος...

"Που να το ήξερα τότε... Που να ήξερα ότι η χαρά μετατρέπεται μέσα σε μια στιγμή σε πόνο, λύπη, αίμα και δάκρυ. Που να ήξερα πως θα χάσω οτιδήποτε αγαπούσα. Την πόλη μου , τον πατέρα μου, την πατρίδα μου, τη γη μου. Και τη Φατιμά. Όταν τα πλήθη των εξαγριωμένων Τούρκων έκαιγαν την πόλη μου δε μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο παρά να φύγω. Εγώ, η μητέρα μου και οι αδελφές μου. Ο πατέρας μου; Χα! Ποιος να ξέρει σε ποια έρημο της Ασίας θα λιώνουν τώρα τα κόκαλα του. Και έτσι  από μικρός, βαφτίστηκα πρόσφυγας. Αυτή είναι και η διαφορά μου. Πρόσφυγας και όχι μετανάστης. Γιατί δεν την επέλεξα τη φυγή μου. Αναγκάστηκα να φύγω. Και πήγα που; Σε ξένο μέρος, ξένος. Είναι σκληρή η προσφυγιά κι ας το ξεχνάω που και που.  Ογδόντα χρόνια πάνε πλέον που ζω σε αυτόν τον τόπο. Εμένα όμως πατρίδα μου θα είναι πάντα η Σμύρνη... Κι ας μην την ξαναείδα ποτέ από τότε. Γιατί μέσα μου θα είμαι πάντα πρόσφυγας.

Αλήθεια, θες να μάθεις τι συνέβη σήμερα το πρωί;

Βρισκόμουν στο λεωφορείο και μπήκε μέσα μια μάνα με τα δυο παιδιά της. Ήταν λίγο μελαψοί και μου θύμισαν τους ανθρώπους στην πατρίδα μου. Έτσι ήταν και οι άνθρωποι στη Σμύρνη... Κάποια στιγμή η μητέρα ήρθε και έκατσε δίπλα μου κρατώντας το μικρό αγοράκι στην αγκαλιά της. Αυτό το αγοράκι θα 'ταν δε θα 'ταν δέκα χρονών, κοντά στα χρόνια που είχα τότε που...τότε που μας έδιωξαν από τη Σμύρνη. Στα μάτια του διάβαζα τον ίδιο πόνο που ένοιωθα και εγώ τότε. Ήμουν έτοιμος να τους μιλήσω όταν ξαφνικά ο μικρός κάτι είπε στη μητέρα του. Το μόνο που κατάλαβα ήταν η λέξη «Συρία» .Δε λάθεψα, είπα από μέσα μου. Πρόσφυγες και τούτοι...

Την ίδια στιγμή  ένας νεαρός, ο εγγονός του Λευτέρη μπήκε στο λεωφορείο. Με το Λευτέρη ήμασταν γείτονες στη Σμύρνη. Μαζί ζήσαμε την προσφυγιά και τον ξεριζωμό, μαζί και τις δυσκολίες όταν ήρθαμε εδώ και δε μας ήθελε κανείς. Ο μικρός Λευτεράκης, ο εγγονός του, είχε μεγαλώσει και είχε γίνει δυο μέτρα παλικάρι. Δε με αναγνώρισε. Η σκόνη του χρόνου είχε πέσει βαριά πάνω μου φαίνεται. Και τότε της μίλησε.

-"Σήκω πάνω μωρή βρωμιάρα να κάτσει κανένας άνθρωπος. Άντε στο διάολο, έρχεστε στη χώρα μας και τη βρωμίζετε με τα μούλικα σας μαζί. Είχες και στη χώρα σου λεωφορεία;"

Θέλησα να μιλήσω, θέλησα να φωνάξω, θέλησα να ουρλιάξω. Θέλησα να σηκωθώ επάνω  και να του θυμίσω. Να του πω όσα ο πάππους του ίσως να μη του είχε πει, ίσως να ήθελε να τα ξεχάσει. Αντ’ αυτού, γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ποιος είμαι εγώ για να  αλλάξω τον κόσμο; Τι είμαι εγώ; Ένα σκουπίδι, ένα τίποτα, ένας πρόσφυγας....

Τελικά η γυναίκα σηκώθηκε. Στην επόμενη στάση κατέβηκαν όλοι μαζί με τα μάτια τους να κοιτούν το πάτωμα. Δίπλα μου καθόταν πλέον ο Λευτεράκης. Δεν άντεξα. Σηκώθηκα και εγώ και κατέβηκα στην επόμενη στάση.

Το ίδιο βράδυ, στο σπίτι μου αναλογιζόμουν τη σκηνή. Γιατί δεν είχα μιλήσει; Γιατί δεν είχα αντιδράσει; Γιατί δεν του είχα εξηγήσει; Ως πότε θα σωπαίνω πια; Έφτασα τα ενενήντα  και ακόμα πολλές φορές οι λέξεις κολλάνε στο λαιμό μου. Θες ο φόβος; Θες το αίσθημα του ξένου που ακόμα με διακατέχει; Δεν ξέρω τι απ’όλα. Αυτό που ξέρω είναι μονάχα ότι δεν μίλησα. Και αυτό θα με στοιχειώνει μέχρι να κλείσω τα μάτια μου.

Και έτσι πήρα τη μεγάλη απόφαση.

Από εδώ και πέρα θα μιλάω. Όποτε βλέπω το λάθος, όποτε νιώθω το άδικο να με πνίγει θα μιλάω. Από το επόμενο πρωί κιόλας, θα σηκωθώ και θα πάω στο Λευτεράκη να του εξηγήσω δυο τρία πράγματα. Ναι! Αυτό θα κάνω!  Στο κάτω-κάτω τι έχω να χάσω; Τι έχω πια να φοβηθώ; Ίσα-ίσα που αν δεν το κάνω θα χάσω τα πάντα. Γιατί τότε θα έχω εκδιώξει την προσφυγιά μου από την ψυχή μου. Θα έχω σκοτώσει όσα ήμουν και όσα είμαι. Θα έχω δολοφονήσει όσα με κράτησαν ζωντανό όλα αυτά τα χρόνια. Τις θύμησες και τον πόνο μου. Και κυρίως αν δε μιλήσω, θα έχω γίνει εκδιώξει εμένα από τον εαυτό μου. Και δεν θα το αντέξω να γίνω πρόσφυγας ακόμα μια φορά. Όχι πάλι, όχι ξανά. Ποτέ πια!

Γιατί αν δε μιλήσω κι αν δε μιλήσεις πως θ’αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο Φατιμά μου;"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου