Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Κεφάλαιο 2: Ο πιγκουίνος


" -Τί οὖν ἄν, ἔφην, εἴη ὁ Ἔρως; θνητός; 
-Δαίμων μέγας, ὦ Σώκρατες· καὶ γὰρ πᾶν τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ"

Πλάτων "Συμπόσιον"

Λένε πως οι πιγκουίνοι είναι "ομάδα θαλάσσιων πτηνών που δεν μπορούν να πετάξουν". Ακόμα λένε πως ζουν τη μισή τους ζωή στη θάλασσα και τη μισή στη στεριά. Τέλος, δε φοβούνται λένε τους ανθρώπους...

Όλα αυτά τα λένε οι σοφοί και οι επιστήμονες. Ποιος όμως ξέρει στ' αλήθεια τι αισθάνεται ένας πιγκουίνος; Αυτό που είναι βέβαιο, είναι η ιδιαιτερότητα αυτού του πτηνού. Πτηνό που δεν μπορεί να πετάξει. Μισή ζωή στη θάλασσα και μισή στη στεριά. Ούτε μαύρο ούτε άσπρο δηλαδή. Ακριβώς όπως το χρώμα του... Τίποτα δεν είναι τυχαίο τελικά.

Αυτό που κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση όμως είναι ότι δείχνουν λέει να μη φοβούνται τους ανθρώπους. Γενναίο πτηνό ο πιγκουίνος λοιπόν. Δεν ξέρει την καταστροφή που έχει προκαλέσει το λάθος αυτό της φύσης που ονομάζεται άνθρωπος. Δεν ξέρει ότι στο διάβα του έχει καταστρέψει οτιδήποτε του στέκεται εμπόδιο στην απληστία του...

Χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου γι ακόμα μια φορά. Μέσα εκεί που αφήνουμε την πραγματικότητα και περνάμε στο όνειρο βρέθηκα σε ένα κόσμο μαγικό. Ήταν τέτοια η ομορφιά του που δεν μπορεί να περιγραφεί. Θα υποβαθμιζόταν και θα ήταν άδικο. Το μόνο που μπορώ να πω ήταν πως είδα μπροστά μου ένα πιγκουίνο. Με κοίταγε μέσα στα μάτια απορημένος. Τι έκανα εγώ εκεί; Τι δουλειά είχα να εισβάλλω στο βασίλειο του; Μέσα στην παγωμένη ησυχία του κόσμου του ήμουν ένας παρείσακτος. Έμεινα να τον κοιτάω κι εγώ καθώς τα λόγια είχαν σταθεί στο λαιμό μου. Ήθελα να μπορέσω να του μιλήσω, να του εκφράσω το θαυμασμό μου για το είδος του και μαζί να του αναφέρω πως θα πρέπει να φοβάται τους ανθρώπους και τη συμπόνια μου για το γεγονός ότι είναι ένα πτηνό που δεν μπορεί να πετάξει. Μα τότε μου μίλησε εκείνος. Δηλαδή όχι με λόγια ανθρώπινα, αλλά με τα μάτια του. Δεν ξέρω πως αλλά ήταν σαν να βρισκόμαστε σε μια άλλη διάσταση, σαν να έχουμε διαλύσει το χωροχρόνο και να είμαστε μόνο εγώ και εκείνος σε ένα κόσμο μαγικό και ονειρεμένο. Και επειδή στα όνειρα κάνεις ότι θέλεις, έτσι κι εμείς είχαμε ανοίξει ολόκληρη συζήτηση χωρίς να βγάλουμε ούτε μια λέξη, ούτε ένα κρώξιμο από τα χείλη μας.

Έτσι λοιπόν μου είπε. Μου μίλησε για όλη τη ζωή του, για τα παιδικά του χρόνια για το σχολείο που πήγαινε μαζί με άλλα πιγκουινάκια, για τον έρωτα του. Μου είπε για το μεγάλο ταξίδι που έκανε προκειμένου να κάνει παιδί και πως όλοι οι πιγκουίνοι είναι φίλοι μεταξύ τους και πως ναι, δεν φοβούνται τους ανθρώπους. Εγώ, όντας άνθρωπος, στάθηκα στο τελευταίο. Του ανέφερα πως κάνει λάθος και του έδωσα χιλιάδες παραδείγματα για να του αποδείξω το δίκιο μου. Και όμως με αντέκρουσε με μια του λέξη, αφοπλιστική: "Στερεότυπα". 

Επέμεινα, θέλοντας να προστατεύσω το είδος του και την ομορφιά του. Και τότε, με ήρεμο πάντα τρόπο,κοιτώντας με βαθιά στα μάτια άρχισε να μου εξηγεί:

"Αγαπητέ φίλε, δε με ενοχλεί τίποτα από όσα λένε ότι είμαι, πτηνό που δεν πετά, μισή ζωή στη στεριά, μισή στη θάλασσα και όλα τα υπόλοιπα. Και δε με ενοχλεί ξέρεις γιατί; Γιατί εδώ στον παγωμένο κόσμο μου, η καρδιά είναι ζεστή. Και αυτό που την κρατά ζεστή είναι ο έρωτας για τα πάντα. Από το παγωμένο σπίτι μου, μέχρι την ίδια τη ζωή. Χωρίς αυτό το πλεονέκτημα, δεν θα είχαμε επιβιώσει για τόσους αιώνες. Εσείς οι άνθρωποι είναι που θα πρέπει να φοβάστε. Γιατί παρά το γεγονός ότι δεν θα αντέχατε λεπτό στον κόσμο μου χωρίς ειδικό εξοπλισμό και ζείτε σε θερμά μέρη με όλες τις ανέσεις, οι καρδιές σας έχουν ψυχρανθεί τόσο που χάνετε το νόημα και τριγυρνάτε στη ζωή έρμαια της μοίρας και του καιρού, ανέραστοι, χωρίς να εκτιμάτε τα μικρά και όμορφα και χωρίς να ερωτεύεστε τίποτα πια αληθινά. Πνίγεστε στις ενοχές σας, και αυτές είναι που διαλύουν τα "θέλω" σας. Φοβάστε να ερωτευτείτε, να αγαπήσετε, να αισθανθείτε. Έτσι, δεν σας φοβάμαι γιατί ξέρω πως εγώ είμαι ο ευτυχισμένος ενώ εσείς βουλιάζετε στη δυστυχία σας..."

Τα λόγια αυτά του πιγκουίνου, εκφραζόμενα μέσα από τα μάτια του με συντάραξαν. Τότε του ζήτησα αν μπορεί να με πάρει μαζί του. Να με βάλει και εμένα να ζήσω στον κόσμο του και να μπορώ να είμαι και εγώ μέρος της κοινωνίας του. 

Φυσικά αρνήθηκε. Παρ΄όλα αυτά με πήρε μαζί του για να μου δείξει πως ζει μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας του και πως ο ένας βοηθάει τον άλλο και είναι όλοι τόσο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι που δεν τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο.

Δε μπορώ να μιλήσω και να σας πω τι είδα. Ήταν ο βασικός του όρος. Ότι δε θα πω τίποτα σε κανέναν. Και δε θα μπορούσα να τον προδώσω.

Η μόνη διαφορά είναι ότι όταν ξύπνησα ήμουν ερωτευμένος. Ερωτευμένος με τα πάντα γύρω μου, από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σημαντικά. Μα πάνω από όλα αισθανόμουν ένα τέτοιο αίσθημα πληρότητας που μια γαλήνη είχε γεμίσει την ψυχή μου και ολόκληρο το είναι μου παλλόταν από μια απίστευτη ευτυχία. Η μόνη μου έγνοια όλη την ημέρα τότε, ήταν να έρθει η νύχτα, να κλείσω πάλι τα μάτια μου και να βρεθώ στον μαγικό κόσμο του πιγκουίνου. Τότε δεν ήξερα, δεν γνώριζα. Ποιος γνωρίζει το μέλλον εξάλλου; Σήμερα όμως ξέρω. Το έμαθα με το σκληρότερο τρόπο.

Και έτσι βρέθηκα στην έρημο... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου