"Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους"
Μανόλης Αναγνωστάκης - "Μιλώ"
"Αυτό που κάνει την έρημο όμορφη είναι ότι κάπου κρύβει ένα πηγάδι"
Antoine Saint-Exupery
Τη μεγαλύτερη ερημιά τη βιώνει κανείς μες'την ψυχή του. Και λυπάμαι όποιον την έζησε, όσο λυπάμαι και όποιον δεν την έζησε. Γιατί μέσα από αυτή την ερημιά ξαναγεννήθηκε, ξαναβρήκε τον εαυτό και το είναι του και έγινε πιο δυνατός. Μα είναι το τίμημα υψηλό που πληρώνει κανείς, όταν την ερημιά βιώνει. Όταν καταφέρνει να έρθει αντιμέτωπος με τα σκοτάδια της ψυχής του...
Βρισκόμουν μια φορά σε ένα βουνό σε μια μακρινή έρημη χώρα που τ' όνομα της κανείς δε γνωρίζει. Εκεί συνάντησα κάποιους βοσκούς που το βλέμμα τους δεν θύμιζε τίποτα το ανθρώπινο. Είχαν δημιουργήσει μια μικρή κοινότητα όπου ο καθένας συμβίωνε με τον άλλο, χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους. Για οτιδήποτε χρειαζόταν να συνεννοηθούν μιλούσαν με τα μάτια. Στην παράξενη αυτή ομάδα των βοσκών βρισκόταν και μια γυναίκα. Ήταν μυστηριώδης και ήταν η μόνη η οποία μιλούσε στους υπόλοιπους. Την πλησίασα και τη ρώτησα να μου πει το λόγο της σιωπής των άλλων βοσκών.
"Όταν μιλούν τα μάτια, δε χρειάζονται τα λόγια", μου είπε.
Αναρωτήθηκα τότε γιατί εκείνη μιλάει και δεν ακολουθεί τους υπολοίπους. Μου ζήτησε να περιμένω μέχρι το βράδυ όταν και θα μαζεύονταν όλοι γύρω από τη φωτιά για να ζεσταθούν και τότε θα μου έλεγε μια ιστορία που θα εξηγούσε τα πάντα. Έτσι και έγινε και ήρθε το βράδυ. Πράγματι όλοι οι βοσκοί βρίσκονταν γύρω από τη φωτιά και η γυναίκα μίλαγε στον καθένα ξεχωριστά σε μια γλώσσα ακατανόητη σε εμένα που πάντως οι βοσκοί έδειχναν να καταλαβαίνουν. Ξαφνικά με κοίταξε βαθιά στα μάτια και μου απηύθυνε το λόγο:
"Ξένε άνθρωπε, εδώ που ήρθες πρέπει να ξεχάσεις όσα ξέρεις. Ό,τι και αν δεις ό,τι και αν αισθανθείς είναι πέρα από το καλό και το κακό, πέρα από το ανθρώπινο και το ζωώδες, πέρα από τη λογική και το παράλογο. Όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό...
Θα σου διηγηθώ λοιπόν μια ιστορία. Πολλά χρόνια πριν, ίσως να ήταν και αιώνες περιπλανιόμουν στη ζωή μέσα στην πόλη, έχοντας τη δουλειά το σπίτι μου και τα υπάρχοντα μου. Ώσπου μια μέρα αποφάσισα πως όλα αυτά δεν με εξέφραζαν και έτσι τα παράτησα όλα και άρχισα να ταξιδεύω. Γύρισα πολλά μέρη, λιμάνια, δάση, λίμνες ποτάμια και βουνά. Ένα όμως από αυτά με σημάδεψε για πάντα και άλλαξε τη ζωή μου. Η έρημος.
Όταν την πρωτοείδα εντυπωσιάστηκα με την γαλήνη και την απεραντοσύνη της. Εντυπωσιάστηκα τόσο που άρχισα να περπατάω μέσα της, να γίνομαι κόκκος από τους κόκκους της άμμου, και να χάνομαι σε ένα μέρος που δεν υπήρχε χώρος και χρόνος. Περιπλανήθηκα πολύ, γνώρισα όλους τους αμμόλοφους και συνομιλούσα με τους ανέμους. Ώσπου ένα βράδυ συνάντησα ένα πιγκουίνο.
Παραξενεύτηκα τόσο ώστε τον πλησίασα για να τον ρωτήσω τι γυρεύει ένας πιγκουίνος στην έρημο. Τότε εκείνος γύρισε και με κοίταξε και τα λόγια δεν μπόρεσαν να βγουν από το στόμα μου. Και όμως μιλούσαμε με τα μάτια. Ήταν κάτι το ιδιαίτερο αυτή η επικοινωνία, κάτι το μαγικό. Μεμιάς ξέχασα το παράλογο του πράγματος και άρχισα να ακούω την φωνή των ματιών του. Άρχισε λοιπόν να μου λέει μια παράξενη ιστορία. Πως ένα βράδυ που έπεσε να κοιμηθεί συνάντησε στον ύπνο του έναν άνθρωπο που ήθελε να τον προειδοποιήσει για το είδος του. Τότε ο πιγκουίνος τον ξενάγησε στον τόπο του και του έδωσε τη μαγική δύναμη του να αγαπά τα πάντα γύρω του. Μόλις όμως ξύπνησε, μετάνιωσε που δεν δέχτηκε τον άνθρωπο στον κόσμο του και τον έστειλε πίσω στο δικό του, γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν σαν τους άλλους που είχε γνωρίσει. Επιπλέον με τη δύναμη που του είχε δώσει, δε θα μπορούσε να επιβιώσει στον κόσμο των ανθρώπων. Και έτσι από εκείνη την ημέρα είχε ξεκινήσει το ταξίδι του προκειμένου να τον ξαναβρεί και να τον πάρει μαζί του στον παγωμένο, μα γεμάτο αγάπη κόσμο του.
Ύστερα με ρώτησε τι γύρευα εγώ εκεί και έτσι του είπα για τη ζωή μου στην πόλη και την περιπλάνηση μου στην έρημο. Τότε ο πιγκουίνος με κοίταξε με μια παράξενη λάμψη στα μάτια και με ρώτησε: " Ψάχνεις στην ερημιά της ψυχής σου να βρεις τον εαυτό σου;" Πριν προλάβω να απαντήσω καταφατικά, μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ο χώρος γύρω μας μεταβλήθηκε σε μια καταπράσινη όαση στη μέση της ερήμου με μια γαλήνια λίμνη στο μέσον της. Μιλώντας πάντα με τα μάτια του, ο πιγκουίνος μου είπε: "Θα βουτήξεις μέσα στη λίμνη και θα βρεθείς σε ένα μέρος μαγικό, εκεί που η μοναξιά δεν υπάρχει και που τα λόγια είναι περιττά γιατί μιλούν οι ψυχές των ανθρώπων μέσα από τα μάτια τους. Εκεί, θα περιμένεις όσο χρόνο χρειαστεί μέχρι να έρθει εκείνος που θα μιλά με λόγια. Τότε θα του πεις την ιστορία μας και θα κάτσεις μαζί με τους υπόλοιπους γύρω από τη φωτιά. Μέχρι τότε θα μπορείς να μιλάς με λόγια, από εκεί και έπειτα όμως τα λόγια θα είναι περιττά, γιατί θα μιλούν τα μάτια. Τότε θα έχεις βρει την γαλήνη στην ψυχή σου και αυτό που συνεχίζεις ακόμα να ψάχνεις. Τον εαυτό σου".
Η διήγηση της γυναίκας είχε τελειώσει και είχα μείνει αποσβολωμένος να την κοιτάζω. Τότε μου χαμογέλασε γλυκά και με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, μα τα λόγια δεν βγήκαν ποτέ. Ένα χαμόγελο ευτυχίας και πληρότητας χάραξε τότε το πρόσωπο της. Είχε λυτρωθεί. Είχε επιτέλους βρει τον εαυτό της. Οι υπόλοιποι βοσκοί σηκώθηκαν την κράτησαν στα χέρια τους και μαζί χάθηκαν στο σκοτάδι αφήνοντας με μόνο μου να κοιτάζω την φωτιά που σιγόκαιγε.
Άρχισα να σκέφτομαι την παράξενη κατάσταση που είχα μόλις βιώσει. Και τότε τον είδα. Με αργά σταθερά βήματα, μέσα από την ομίχλη, ο πιγκουίνος πλησίαζε προς το μέρος μου. Ήρθε και έκατσε αντίκρυ μου στη φωτιά. Με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και χωρίς να μιλάει μου είπε: "Είσαι έτοιμος;".
Ανείπωτα συναισθήματα ανάβλυσαν τότε από μέσα μου. Δυστυχώς όμως δεν μπορώ να σας διηγηθώ τη συνέχεια. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι πως βίωνα το παράλογο. Και είχε κάτι το μαγευτικό. Κυρίως γιατί είχα πληρώσει το τίμημα, είχα αναμετρηθεί με τα σκοτάδια μου και ήμουν έτοιμος πλέον, ήμουν δυνατός να ακολουθήσω τον πιγκουίνο στον τόπο του. Σε ένα τόπο όπου η έρημος που υπάρχει στις ψυχές των ανθρώπων χάνεται και οι ψυχρές καρδιές τους γίνονται φωτιά επιτρέποντας τους να είναι ερωτευμένοι με τα πάντα γύρω τους και να απολαμβάνουν την κάθε τους στιγμή...