Χτες το βράδυ βγήκα για το συνηθισμένο νυχτερινό μου περίπατο στο δάσος. Η φύση οργίαζε και ο γεμάτος αστέρια ουρανός μαζί με το ασημένιο φεγγάρι μου έδειχναν το δρόμο. Ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε χαϊδεύοντας το πρόσωπο μου. Η γλύκα της νύχτας πότιζε την ψυχή μου και μια ευδαιμονία με κατέκλυζε. Ξαφνικά μια κουκουβάγια άρχισε το τραγούδι της. Περίεργος καθώς είμαι αποφάσισα να κινηθώ προς το μέρος της. Μάταια όμως γιατί φτάνοντας στην πηγή του ήχου διαπίστωσα πως η κουκουβάγια είχε πετάξει γι' άλλο δέντρο. Ξαφνικά τότε παρατήρησα ένα πηγάδι, ένα πηγάδι το οποίο δεν είχα ξαναδεί σε καμιά από τις νυχτερινές μου βόλτες στο δάσος. Φαινόταν παλιό και αρκετά βαθύ. Αυτό όμως που μου κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον ήταν ένα αμυδρό φως που ερχόταν από τον πάτο του.
Μια ακατανίκητη ορμή με έσπρωχνε να κατέβω στον πυθμένα του πηγαδιού. Ψάχνοντας κάποιο τρόπο συνειδητοποίησα πως ακριβώς αριστερά μου, σε ένα ψηλό κυπαρίσσι, ήταν τυλιγμένο ένα σκοινί. Χωρίς δεύτερη σκέψη και ωθούμενος από μια μανιακή θα έλεγα επιμονή να κατέβω στον πυθμένα του πηγαδιού, έλυσα το σκοινί, το έδεσα γύρω από το δέντρο σφιχτά και άρχισα να κατεβαίνω στο πηγάδι. Όσο πλησίαζα προς τον πυθμένα το φως δυνάμωνε. Όταν έφτασα και ακούμπησα τα πόδια μου στον ξεραμένο πάτο ένιωσα να καίγομαι.
Ευθύς αμέσως παρατήρησα το χώρο γύρω μου. Και αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι το απίστευτο. Δεν υπήρχε φωτιά, δεν υπήρχε ρεύμα, δεν υπήρχε γενικά καμία πηγή φωτός και όμως στο σημείο που βρισκόμουν, αρκετά μέτρα κάτω από τη γη, έμοιαζε σαν να είναι μέρα. Τότε κοίταξα τα τοιχώματα του πηγαδιού. Είχαν πάνω τους ζωγραφισμένες αγιογραφίες, με θέματα όπως η σταύρωση και ο άγιος Γεώργιος που σκοτώνει το δράκο. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί θαυμάζοντας και απορώντας συνάμα. Αυτό που ξέρω είναι πως από τον ουρανό ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή: "Τζακ! Τζακ! που είσαι;"
Χωρίς να με λένε Τζακ -αυτό το όνομα συνήθως δίνουν στα σκυλιά- ένιωσα ότι το κάλεσμα απευθυνόταν σε εμένα. Πιάστηκα λοιπόν από το σκοινί και άρχισα να σκαρφαλώνω προς την επιφάνεια της γης. Όταν έφτασα επιτέλους ήμουν πάλι μόνος μου, εγώ το δάσος και οι ήχοι του. Τότε όμως -σχετικά κοντά μου- ξανάκουσα τη γλυκιά γυναικεία φωνή: "Τζακ! Τζακ! που είσαι;"
Πρέπει να ομολογήσω πως περισσότερο και από το μυστηριώδες φως στον πάτο του πηγαδιού, αυτή η φωνή με είλκυε σαν κάτι το μαγικό. Αμέσως ακολούθησα τον ήχο και βρέθηκα μπροστά σε ένα απίστευτο φαινόμενο. Η κουκουβάγια που τραγουδούσε πριν κατέβω στο πηγάδι, βρισκόταν μπροστά μου και με ανείπωτη χαρά στα μάτια της με πλησίαζε με ανοιγμένα τα φτερά της. Το πτηνό επίσης είχε διαστάσεις ανθρώπου και εγώ για κάποιο ανεξήγητο λόγο αισθανόμουν πολύ μικρός μπροστά του.
Και τότε συνέβη αυτό που μέχρι σήμερα δεν έχω διαλευκάνει στο μυαλό μου.
Η κουκουβάγια μου μίλησε - ναι σε εμένα απευθυνόταν χωρίς αμφιβολία- με φωνή ανθρώπου! "Τζακ που είσαι; Σε ψάχνω όλη νύχτα!" ήταν τα λόγια της, σφίγγοντας με παράλληλα στη φτερωτή αγκαλιά της. Εγώ από την πλευρά μου με ιδιαίτερη πρέπει να πω χαρά, άρχισα να γλύφω το χνουδωτό πρόσωπο της και προς μεγάλη μου έκπληξη να γαβγίζω δυνατά γεμάτος χαρά. Τότε συνειδητοποίησα αυτό που ακόμα με προβληματίζει: Η κουκουβάγια είχε γίνει αφεντικό και -αν είναι ποτέ δυνατόν- εγώ ήμουν σκύλος!
Μια ακατανίκητη ορμή με έσπρωχνε να κατέβω στον πυθμένα του πηγαδιού. Ψάχνοντας κάποιο τρόπο συνειδητοποίησα πως ακριβώς αριστερά μου, σε ένα ψηλό κυπαρίσσι, ήταν τυλιγμένο ένα σκοινί. Χωρίς δεύτερη σκέψη και ωθούμενος από μια μανιακή θα έλεγα επιμονή να κατέβω στον πυθμένα του πηγαδιού, έλυσα το σκοινί, το έδεσα γύρω από το δέντρο σφιχτά και άρχισα να κατεβαίνω στο πηγάδι. Όσο πλησίαζα προς τον πυθμένα το φως δυνάμωνε. Όταν έφτασα και ακούμπησα τα πόδια μου στον ξεραμένο πάτο ένιωσα να καίγομαι.
Ευθύς αμέσως παρατήρησα το χώρο γύρω μου. Και αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι το απίστευτο. Δεν υπήρχε φωτιά, δεν υπήρχε ρεύμα, δεν υπήρχε γενικά καμία πηγή φωτός και όμως στο σημείο που βρισκόμουν, αρκετά μέτρα κάτω από τη γη, έμοιαζε σαν να είναι μέρα. Τότε κοίταξα τα τοιχώματα του πηγαδιού. Είχαν πάνω τους ζωγραφισμένες αγιογραφίες, με θέματα όπως η σταύρωση και ο άγιος Γεώργιος που σκοτώνει το δράκο. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί θαυμάζοντας και απορώντας συνάμα. Αυτό που ξέρω είναι πως από τον ουρανό ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή: "Τζακ! Τζακ! που είσαι;"
Χωρίς να με λένε Τζακ -αυτό το όνομα συνήθως δίνουν στα σκυλιά- ένιωσα ότι το κάλεσμα απευθυνόταν σε εμένα. Πιάστηκα λοιπόν από το σκοινί και άρχισα να σκαρφαλώνω προς την επιφάνεια της γης. Όταν έφτασα επιτέλους ήμουν πάλι μόνος μου, εγώ το δάσος και οι ήχοι του. Τότε όμως -σχετικά κοντά μου- ξανάκουσα τη γλυκιά γυναικεία φωνή: "Τζακ! Τζακ! που είσαι;"
Πρέπει να ομολογήσω πως περισσότερο και από το μυστηριώδες φως στον πάτο του πηγαδιού, αυτή η φωνή με είλκυε σαν κάτι το μαγικό. Αμέσως ακολούθησα τον ήχο και βρέθηκα μπροστά σε ένα απίστευτο φαινόμενο. Η κουκουβάγια που τραγουδούσε πριν κατέβω στο πηγάδι, βρισκόταν μπροστά μου και με ανείπωτη χαρά στα μάτια της με πλησίαζε με ανοιγμένα τα φτερά της. Το πτηνό επίσης είχε διαστάσεις ανθρώπου και εγώ για κάποιο ανεξήγητο λόγο αισθανόμουν πολύ μικρός μπροστά του.
Και τότε συνέβη αυτό που μέχρι σήμερα δεν έχω διαλευκάνει στο μυαλό μου.
Η κουκουβάγια μου μίλησε - ναι σε εμένα απευθυνόταν χωρίς αμφιβολία- με φωνή ανθρώπου! "Τζακ που είσαι; Σε ψάχνω όλη νύχτα!" ήταν τα λόγια της, σφίγγοντας με παράλληλα στη φτερωτή αγκαλιά της. Εγώ από την πλευρά μου με ιδιαίτερη πρέπει να πω χαρά, άρχισα να γλύφω το χνουδωτό πρόσωπο της και προς μεγάλη μου έκπληξη να γαβγίζω δυνατά γεμάτος χαρά. Τότε συνειδητοποίησα αυτό που ακόμα με προβληματίζει: Η κουκουβάγια είχε γίνει αφεντικό και -αν είναι ποτέ δυνατόν- εγώ ήμουν σκύλος!