Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Ο τελευταίος κάτοικος

Τα πρώτα λουλούδια άρχισαν να ανθίζουν καθώς η ηλιόλουστη ημέρα φώτιζε την πλάση. Στο μικρό αυτό χωριουδάκι της ελληνικής επαρχίας είχε απομείνει μόνο ένας κάτοικος. Οι χειμώνες που κουβαλούσε στην πλάτη του πρέπει να ξεπέρναγαν τους ογδόντα. Κουρασμένος από την προηγούμενη ημέρα όπου έσκαβε στον μικρό κήπο που είχε στην αυλή του, αποφάσισε να καθίσει και να ξεκουραστεί απολαμβάνοντας γουλιά γουλιά τον καφέ του. Το βλέμμα του πλανήθηκε στην θέα εμπρός του. Το μεγάλο βουνό ξεχώριζε με τον όγκο του και φάνταζε σαν γίγαντας στα θολωμένα του μάτια. Απέναντι του, το ερειπωμένο σπίτι του γείτονα έμενε με την πόρτα ανοιχτή να στέκει εκεί περιμένοντας λες κάποιον επισκέπτη να του δώσει πάλι ζωή. Ο τελευταίος κάτοικος του μικρού αυτού χωριού είχε μια μεγάλη ιστορία πίσω του. Μια ιστορία που κανείς δεν έμαθε ποτέ και ίσως και κανείς να μη μάθει. Ιστορία γεμάτη με πόνο, αλλά και αρκετή χαρά, με πολύ αγάπη αλλά και λίγο μίσος. Ξεκίνησε φτωχός τη ζωή του, κατάφερε αρκετά, γέμισε δόξα και χρήμα και όμως να που τώρα στο βασίλεμα του ήλιου, το μόνο που ζητά δεν είναι τα πλούτη του, δεν είναι τα υλικά αγαθά που κάποτε κατείχε, αλλά να του δώσει το ριζικό του να αντέξει περισσότερο για να μπορεί να απολαμβάνει τις ηλιόλουστες ημέρες και τα λουλούδια που ανθίζουν.  Ό,τι θα ήθελε ποτέ να έχει άνθρωπος το είχε αποκτήσει. Συνάμα όμως είχε χάσει και το σημαντικότερο, αυτό που όλοι αποζητούν αλλά ελάχιστοι καταφέρνουν να έχουν. Το τι είναι αυτό το κάτι, δε μπορώ να σας το πώ. Αυτό θα το βρείτε μόνοι σας. Σημασία έχει ότι από τότε που το έχασε αποφάσισε να αλλάξει και τον τρόπο που ζούσε μέχρι τότε. Χάρισε όλα του τα υπάρχοντα και κράτησε μόνο τα απαραίτητα για να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη γενέθλια γη. Στο χωριό που έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σιγά σιγά όμως οι περισσότεροι κάτοικοι είτε έφυγαν για άλλες πολιτείες, είτε πήραν το δρόμο του μεγάλου ταξιδιού. Και έτσι έμεινε εκείνος ο τελευταίος κάτοικος του χωριού. Να όμως που την προηγούμενη ημέρα, την ώρα που φρόντιζε τον κήπο του, αποφάσισε να κοιμηθεί για λίγο. Και κάπου εκεί, μη μπορώντας να ξεχωρίσει αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα ξαναβρήκε αυτό που ήταν το σημαντικότερο για εκείνον στη ζωή του. Και η καρδιά του χόρεψε από χαρά και η ψυχή του γέμισε ζωντάνια. Και τότε θυμήθηκε τον διάλογο που κάποτε είχε διδαχτεί:

-"Μα σαν κι εσένα άνθρωπος δεν βρέθηκε Αχιλλέα που να ‘ναι τρισμακάριστος κι ούτε ποτέ θα γίνει, αφού όταν ζούσες σαν θεό τιμούσαμ’ οι Αργίτες και τώρα στους νεκρούς νεκρός λαμπρά εξουσιάζεις. Γι’ αυτό Αχιλλέα μην πονάς πως είσαι πεθαμένος".

-"Μη μου παρηγορείς το θάνατο, λαμπρέ Οδυσσέα. Καλύτερα δούλος πάνω στη γη σε αφέντη ακτήμονα μικρής περιουσίας, παρά βασιλιάς σ’ όλους τους αφανισμένους νεκρούς".

Έτσι και εκείνος το μόνο που ζητούσε πια ήταν λίγη ζωή ακόμα. Λίγη ζωή για να μπορεί να ονειρεύεται -ή μήπως δεν ήταν όνειρο; - το νόημα της ζωής του. Ένας αναστεναγμός βγήκε από μέσα του και τα μάτια του βούρκωσαν. Μετακινήθηκε λίγο πιο δίπλα ώστε να λιάζεται καλύτερα στον ήλιο και συνέχισε να ρουφάει με αργές γουλιές τον καφέ του.

1 σχόλιο: