Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Ορμήνιες

Εδώ μου έλαχε για να βρεθώ, τον ήλιο και τη θάλασσα μου είπαν να ξεχάσω και μέρη και ποτάμια μακρινά στου σύννεφου τη νύχτα να δω και να τ' αλλάξω. Εδώ που μου 'τυχε η μοίρα να με οδηγήσει και το παλιό γραμμόφωνο τη μουσική να παίζει, βρέθηκε η στιγμή που θα ορίσει όσα η ζωή μου μέχρι τώρα αποφεύγει. Εδώ στις βροχερές ημέρες σαν διαβάτης θα σταθώ και πάνω στις πλακόστρωτες πλατείες θα με δεις να τραγουδώ. Εδώ που χέρια υποσχέσεις αλλάξαν και όνειρα δέθηκαν με μια κλωστή, θυμάμαι ξαφνικά όσους με ξεχάσαν και θέλησαν ανταμοιβή. Μα εγώ εδώ που στέκομαι τον καιρό θα ορίσω και σκέψεις, δάκρυα, μουσικές πάλι θα προσδιορίσω. Κι αν οι αμόρφωτοι σηκώσανε κεφάλι και ξαφνικά την είδαν εξουσιαστές, ας μείνουν στη δικιά τους ζάλη και ας μπερδεύουν το αύριο με το χτες. Ποιος είμαι 'γω για να κατέβω από τα σύννεφα στη γη; Ποιος είμαι 'γω να ορμηνεύω όλα τα πως και τα γιατί; Η πένα το ξίφος πάντα θα νικάει όσο κι αν αλλάξουν οι καιροί όπως κι ο ήλιος πάντοτε θα βγαίνει μόνο από την Ανατολή. Κι αν νομίζεις πως είσαι εσύ ο ένας τότε κάθησε καλά,υπήρξαν κι άλλοι πριν από εσένα και ακόμα πιο πολλοί που θα 'ρθουνε μετά. Όσο για μένα μη σε νοιάζει και άσε με μονάχο μου εδώ. Για όλες τις όμορφες στιγμές που θα έρθουν έχω μάθει να καρτερώ. Και θα 'ναι πολλές και θα 'ναι τόσες, όσες οι θάλασσες της γης και όσα αστέρια και να πέσουν όνειρο μου εσύ, δε θα χαθείς.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Ο τελευταίος κάτοικος

Τα πρώτα λουλούδια άρχισαν να ανθίζουν καθώς η ηλιόλουστη ημέρα φώτιζε την πλάση. Στο μικρό αυτό χωριουδάκι της ελληνικής επαρχίας είχε απομείνει μόνο ένας κάτοικος. Οι χειμώνες που κουβαλούσε στην πλάτη του πρέπει να ξεπέρναγαν τους ογδόντα. Κουρασμένος από την προηγούμενη ημέρα όπου έσκαβε στον μικρό κήπο που είχε στην αυλή του, αποφάσισε να καθίσει και να ξεκουραστεί απολαμβάνοντας γουλιά γουλιά τον καφέ του. Το βλέμμα του πλανήθηκε στην θέα εμπρός του. Το μεγάλο βουνό ξεχώριζε με τον όγκο του και φάνταζε σαν γίγαντας στα θολωμένα του μάτια. Απέναντι του, το ερειπωμένο σπίτι του γείτονα έμενε με την πόρτα ανοιχτή να στέκει εκεί περιμένοντας λες κάποιον επισκέπτη να του δώσει πάλι ζωή. Ο τελευταίος κάτοικος του μικρού αυτού χωριού είχε μια μεγάλη ιστορία πίσω του. Μια ιστορία που κανείς δεν έμαθε ποτέ και ίσως και κανείς να μη μάθει. Ιστορία γεμάτη με πόνο, αλλά και αρκετή χαρά, με πολύ αγάπη αλλά και λίγο μίσος. Ξεκίνησε φτωχός τη ζωή του, κατάφερε αρκετά, γέμισε δόξα και χρήμα και όμως να που τώρα στο βασίλεμα του ήλιου, το μόνο που ζητά δεν είναι τα πλούτη του, δεν είναι τα υλικά αγαθά που κάποτε κατείχε, αλλά να του δώσει το ριζικό του να αντέξει περισσότερο για να μπορεί να απολαμβάνει τις ηλιόλουστες ημέρες και τα λουλούδια που ανθίζουν.  Ό,τι θα ήθελε ποτέ να έχει άνθρωπος το είχε αποκτήσει. Συνάμα όμως είχε χάσει και το σημαντικότερο, αυτό που όλοι αποζητούν αλλά ελάχιστοι καταφέρνουν να έχουν. Το τι είναι αυτό το κάτι, δε μπορώ να σας το πώ. Αυτό θα το βρείτε μόνοι σας. Σημασία έχει ότι από τότε που το έχασε αποφάσισε να αλλάξει και τον τρόπο που ζούσε μέχρι τότε. Χάρισε όλα του τα υπάρχοντα και κράτησε μόνο τα απαραίτητα για να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη γενέθλια γη. Στο χωριό που έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σιγά σιγά όμως οι περισσότεροι κάτοικοι είτε έφυγαν για άλλες πολιτείες, είτε πήραν το δρόμο του μεγάλου ταξιδιού. Και έτσι έμεινε εκείνος ο τελευταίος κάτοικος του χωριού. Να όμως που την προηγούμενη ημέρα, την ώρα που φρόντιζε τον κήπο του, αποφάσισε να κοιμηθεί για λίγο. Και κάπου εκεί, μη μπορώντας να ξεχωρίσει αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα ξαναβρήκε αυτό που ήταν το σημαντικότερο για εκείνον στη ζωή του. Και η καρδιά του χόρεψε από χαρά και η ψυχή του γέμισε ζωντάνια. Και τότε θυμήθηκε τον διάλογο που κάποτε είχε διδαχτεί:

-"Μα σαν κι εσένα άνθρωπος δεν βρέθηκε Αχιλλέα που να ‘ναι τρισμακάριστος κι ούτε ποτέ θα γίνει, αφού όταν ζούσες σαν θεό τιμούσαμ’ οι Αργίτες και τώρα στους νεκρούς νεκρός λαμπρά εξουσιάζεις. Γι’ αυτό Αχιλλέα μην πονάς πως είσαι πεθαμένος".

-"Μη μου παρηγορείς το θάνατο, λαμπρέ Οδυσσέα. Καλύτερα δούλος πάνω στη γη σε αφέντη ακτήμονα μικρής περιουσίας, παρά βασιλιάς σ’ όλους τους αφανισμένους νεκρούς".

Έτσι και εκείνος το μόνο που ζητούσε πια ήταν λίγη ζωή ακόμα. Λίγη ζωή για να μπορεί να ονειρεύεται -ή μήπως δεν ήταν όνειρο; - το νόημα της ζωής του. Ένας αναστεναγμός βγήκε από μέσα του και τα μάτια του βούρκωσαν. Μετακινήθηκε λίγο πιο δίπλα ώστε να λιάζεται καλύτερα στον ήλιο και συνέχισε να ρουφάει με αργές γουλιές τον καφέ του.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Στέκεσαι

Σκέφτεσαι και γυρνάς αποκοιμισμένος, σε ένα όνειρο που είσαι και εσύ χαμένος, γενετικά μεταλαγμένος, στημένος, χαρούμενος μαζί και θυμωμένος. Στέκεσαι και τ' όνειρο σου σβήνει και βρίσκεσαι να παλεύεις μέσα σου για λίγη γαλήνη, για λίγο φως που τη μιζέρια θα σβήσει και για εκείνο το τραγούδι που είχες κάποτε το ρυθμό του σφυρίξει. Στέκεσαι και είσαι ακίνητος φορώντας ασημένια πανοπλία και όνειρο απατηλό κάνεις να μοιάζει με κηδεία. Ατενίζεις το μέλλον, σάπιους ήχους ακούς και συνεχίζεις να πιστεύεις σε μικρούς διονύσιους θεούς. Στέκεσαι καμπουριασμένος, να υψώσεις ανάστημα διστάζεις, χρυσοφορεμένος και μαυροντυμένος τ'όνομα που σου είπαν συνεχίζεις να φωνάζεις. Μικρά σοκάκια γραφικά, λιθόστρωτα, μουχλιασμένα, ταξίδι φέρνουν σ' άλλες εποχές τα γνώριμα, τα ξένα. Λουλούδια ολάνθιστα και ζουμεροί καρποί, από το δέντρο τους φωνάζουν το νέκταρ τους για να γευθείς. Βρίσκεσαι ξάφνου αποκομμένος, ένας ντόπιος και ένας ξένος, με όρεξη μεγάλη για παιχνίδια κουρασμένος συνεχώς από τα ίδια και τα ίδια. Και χαμογελάς μα λυπημένο έχεις το βλέμμα καθώς γνωρίζεις ξαφνικά πως ίσως τ' όνειρο να είναι ψέμα. Δέχεσαι την κριτική χωρίς να το καταλαβαίνεις, μα από εκεί που δε γνωρίζουν τι άλλο έχεις να προσμένεις; Στέκεσαι λοιπόν και θες να ξεκινήσεις μα το δρόμο σου για να 'βρεις πρέπει πρώτα να τον ορίσεις. Και η εξ ορισμού βλακεία θα ήταν ασυγχώρητη, αν η δικιά σου αμαρτία δεν παρέμενε αμετανόητη. Στέκεσαι και σκέφτεσαι αποκοιμισμένος και το όνειρο σου σβήνει. Ατενίζεις το μέλλον με λυπημένο βλέμμα και σκέφτεσαι ξανά πως το δρόμο σου πρέπει πρώτα να ορίσεις.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Ερωτήματα

Τα φώτα άγνωστων πόλεων σε ταξιδεύουν στο κοντινό παρελθόν σου. Ποτάμια που κυλούν ήρεμα, νωχελικά, τραβούν την σκέψη σου σε άλλους τόπους γνώριμους. Μικρά νησιά που πέρασες κομμάτια της ψυχής σου και αντρώθηκες ξαφνικά μέσα σε λίγα λεπτά. Τα λάθη πολλά και μετρημένα ένα ένα. Καρφωμένα στον τοίχο του μυαλού, ταξιδεμένα, χιλιοπαιγμένα στην οθόνη της ζωής σου. Τώρα που όλα πια τελειώσαν αναρωτιέσαι αν είναι αργά. Αναρωτιέσαι ποιο το λάθος και ποιο το σωστό. Η βροχή πάλι πέφτει, χωρίς σταματημό και ας προσμένεις το καλοκαίρι που δειλοπροβάλλει στις μέρες τις καλές. Λαβύρινθος οι σκέψεις του μυαλού και διάδρομο να περάσεις δεν έχουν. Πρέπει να βρεις την άκρη, όμως η Αριάδνη δεν υπάρχει εδώ, ούτε και ο μίτος της. Το μέρος που θ' αράξεις τα κομμάτια που αποτελούν το είναι σου ακόμα δεν έχεις βρει. Και ο πανδαμάτορας χρόνος ανηφορίζει το βουνό. Σιγά σιγά θα βρεθείς στην άλλη πλευρά, στη μεριά που είναι η κατηφόρα και τότε πρέπει να έχεις προνοήσει, να μην κατρακυλήσεις ξαφνικά στην αρχή. Ακόμα δεν άγγιξες την κορυφή σου λες και ξαναλές, είναι όμως αυτή η αλήθεια; Ποιος μπορεί να το γνωρίζει και ποιος αλήθεια τη μοίρα σου ορίζει; Είσαι εσύ ή κάποιος άλλος αυτός που διαλέγει για εσένα; Είναι όλα όσα έκανες επιλογές σου ή μήπως κάποιος έχει υφάνει καλά ένα δρόμο για εσένα; Θα μάθεις άραγε ποτέ ή όχι; Χιλιάδες ερωτήματα κλωθογυρνούν και απάντηση δεν έχουν. Το μόνο σίγουρο πως αύριο πάλι μια νέα μέρα ξημερώνει μια μέρα που πάλι δεν ξέρεις τι θα φέρει, πού θα σε οδηγήσει και αν τελικά θα είναι αυτή που θα σε κατευθύνει στην κορυφή του βουνού σου, στην άκρη του δρόμου σου. Μέχρι τότε θ' αναρωτιέσαι αν τα ταξίδια σου, περιπλανώμενε Οδυσσέα, θα καταλήξουν κάπου ή αν όλα τελικά, όπως σοφά έγραψε ο μεγάλος Αλεξανδρινός, γίνονταν για το ταξίδι. Όπως και να έχει κερδισμένος θα 'σαι. Είτε την άκρη σου θα βρεις, τον προορισμό σου, είτε θα έχεις βιώσει το ταξίδι.