Χαροπαλεύουν οι στιγμές στην άκρη των αφρισμένων κυμάτων. Μετρούν τις ώρες και τα λεπτά. Μικρές ξύλινες ράβδοι κοντοστέκονται διστακτικά και δεν γνωρίζουν προς τα πού να πάνε. Μπροστά ή πίσω; Βιολιά και κιθάρες ερωτοτροπούν μεταξύ τους καθώς στο βάθος, στους μακρινούς ορίζοντες, αχνίζουν τα χώματα απ' τον αέρα της ερήμου. Βουνά με μικρές φωτιές αναμμένες από τους βοσκούς φωτίζουν τη νύχτα. Δυο πουλιά πετούν για να φτάσουν τον ουρανό, μα τα φτερά τους ειν' σπασμένα. Και κάπως έτσι, ερμηνείες αιώνων ανατρέπονται. Δυο γενιές περνούν από μπροστά μας σαν ψηλά κατάρτια παλιών ιστιοφόρων. Ξάφνου οι ριπή του ανέμου μπλέκει τα μαλλιά σου. Ήρθες απ' το ταξίδι σου σ' ένα καταραμένο τόπο. Μέσα στην ανείπωτη γλύκα νοσταλγικών στιγμών, εσύ γιορτάζεις την τελευταία μέρα της ζωής. Που δεν ξέρεις πότε θα 'ναι, δεν ξέρεις πώς θα είναι. Και έτσι δε σε νοιάζει. Όταν εκείνη η ώρα φτάσει, θα έχεις ήδη ζήσει τη ζωή σου. Και έτσι την πολυπόθητη για σένα ώρα θα καλωσορίσεις. Στο βάθος μέσα σου όμως γνωρίζεις. Πως όταν το χελιδόνι φτερουγίσει -ίδιο με την αέρινη ψυχή σου- δεν θα πεις πως κουράστηκες. Δε θα το πεις γιατί θα έχεις στ' αλήθεια ζήσει τη ζωή σου.
πανεμορφο
ΑπάντησηΔιαγραφή