Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Η μνήμη του Ιανού


Αυτή η γυναίκα
είχε τα φύλλα στα μαλλιά
τη μουσική των δέντρων στο χαμόγελο της
τις νότες των εαρινών πουλιών μέσα στα μάτια
και ερεβώδη χάσματα στα κρύσταλλα της ψυχής της.
Στάθηκα μέσα στο κέντρο του λωτού
να τρυγήσω τη γύρη που περιβάλλει τα σύμπαντα
να μυρίσω τις αναίσχυντες μυρωδιές των ερώτων
να στραγγίξω τα σύννεφα
και στο σύθαμπο να ορίσω τη συνέχεια μου.

Αυτή η γυναίκα
σημάδευε με το τόξο του ανέμου
τη φωτιά που έκαιγε σε τρίσβαθες σπηλιές
στους χαλασμούς ονείρων που δε δικαιώθηκαν
σε απομακρυσμένες περιοχές του ποτέ
σε χώρες που πετούσαν πάνω από τα άστρα
σε φεγγάρια θαμμένα σε δάση άγνωστα
σε στιγμές που προσπέρασαν την απάτητη άμμο των ψηλών βουνών.

Και οι κουρτίνες τραβήχτηκαν
και φάνηκαν τα πρόσωπα που ήταν καλά κρυμμένα
σμήνη πουλιών ταξίδεψαν να πουν το ποίημα τους
καθώς φωτιές σιγόκαιγαν μέσα στα σπίτια των ανθρώπων που είχαν χάσει τα όνειρα τους.

Κι η μουσική
συνέχιζε μονότονα να ακούγεται
επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τους ίδιους στίχους
θυμίζοντας πότε ένα παλιό τετράδιο ανοιγμένο τη μέση με τις σελίδες κομμένες
πότε ένα σάπιο τριαντάφυλλο
πότε ένα αιδίο νοτισμένο από τις σταγόνες της βροχής.

Τότε ντυμένη στα λευκά της και άδολα πέπλα η νύχτα
κατέβηκε να χαιρετήσει τους ανθρώπους
αφήνοντας τους παρακαταθήκη τον έρωτα των ονείρων τους
θυμίζοντας τους τα ταξίδια σε ψυχές μακρυνές
σε τόπους ξένους
με λιοντάρια που πάλευαν με ύαινες
και ένα βέλος να μπήγεται με μανία μέσα στο κέντρο ενός παραδεκτού πολιτισμού.

Όταν αρνήθηκα τη φυγή
ήρθε να με βρει αυτή
να μου μιλήσει
να με καλοπιάσει
και να μου ζητήσει για χάρη της να μείνω.

Κι ετσι
επάνω στο σανίδι της πραγματικότητας μου
λίγο πριν η αυλαία πέσει και κρύψει πάλι τη θέαση του ονείρου
αποφάσισα να μείνω
για χάρη της φυγής.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Νέμεσις και σκοπός


Σου το 'χα πει κι άλλη φορά πως είν' παράξενα τ' αλλότρια.
Κρύβουν το κάτι μαγικό, κρύβουν τις ερμηνείες τους, τις ειρωνείες τους, τα ψέμματα τους κάτω από τόνους επίπλαστης φαινομενικής ομορφιάς.
Ψάχνουν να βρουν την άκρη σε πράγματα που δεν έχουν ιδέα.
Γι αυτό δε μπορούν.
Γι αυτό δε μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν.
Σ' αυτά, στ' αλλότρια, ούτε η καληνύχτα μας δεν είναι αρκετή.
Ίσως να μη φτάνει να καλύψει την κενότητα τους.
Μα είναι όμορφα και σαγηνευτικά, όσο κι αν είναι ξένα.
Σα το τραγούδι των Σειρήνων που λίγο έλειψε να πλανέψει και τον Οδυσσέα.
Και έτσι
μέχρι να γίνουν γνωστά,
μέχρι να γίνουν κτήμα,
ακόμα και αν η ομορφιά τους είναι γνώριμα ασήμαντη
κερδίζουν έδαφος στην ρουτίνα της καθημερινότητας μας,
ρουφούν το χρόνο και το χώρο απ' τη ζωή μας.
Μια ζωή που είναι ένα άθροισμα τυχαιοτήτων.
Η ύπαρξη μας η ίδια συμπτωματική.
Πιθανότητες.
Και εμείς τι πράττουμε;
Πως τη βιώνουμε;
Ξεχνάμε να ζήσουμε,
ξεχνάμε να αναπνεύσουμε
ξεχνάμε να είμαστε εμείς
ξεχνάμε να είμαστε άνθρωποι.
Στ' αλήθεια πόσο δύσκολο να λέγεσαι άνθρωπος;
Όμως αυτή η παραδοξολογία των αλλότριων πραγμάτων είναι αυτό που καθορίζει τις ημέρες μας.
Ο Σίσυφος.
Η χρησιμότητα του άχρηστου.
Όλα μαζί και τίποτα παραπάνω.
Ο σκοπός
Ο σκωπτικός
Το νόημα
και το νήμα.
Νέμεσις.
Η ομορφιά και το ωραίο.
Η φύση και ο άνθρωπος.
Εμείς.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Έβρεξε πάλι


Έβρεξε πάλι.
Δύο στάλες μοναξιάς έπεσαν στο περβάζι μου.
Δύο στάλες που σιγά σιγά ενώθηκαν κι έγιναν μια σταγόνα.
Έβρεξε πάλι.
Δύο δάκρυα έβρεξαν τα χείλη μου.
Δύο δάκρυα
σα στάλες μοναξιάς.

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Ο θαυμαστής του χάους


Παρερμηνεύοντας τις ερμηνείες των πολλών
στους λίγους αναζητώντας περηφάνεια
για μία σκέψη και ένα τέλος των δειλών
μονάχα εγώ θα μείνω στην αφάνεια
Ξέρω δε φαίνονται όλα σωστά
μα του μυαλού το χάος ταξιδεύει
κι αν όλα παραμένουν στοργικά
ειν' η ζωή που γι' αγάπη ζητιανεύει.
Κι αν όσα ψάχνουμε τέλος δεν έχουν
κι αν οι αρχές μας έγιναν παλιές
τριγύρω είναι όσα μας γητεύουν
και όσα μπλέκουν τ' αύριο με το χτες

Ξέρω πως βρίσκομαι ακόμα παραπάνω
πετώ σε κόκκινο χαλί ηλεκτρικό
και η καρδιά μου βρίσκεται σε ένα πιάτο επάνω
μοιάζει σαν γεύμα και αυτή ξεχωριστό
Στο βάθος του γκρεμού η μοίρα η παράδοξη
μια μοίρα αλλότρια μα γι αυτό και άδοξη
κι έτσι για τους πολλούς την ησυχία κάνω πέρα
και ταραχή γεμίζει τώρα η μέρα

Κι ειν' η αλήθεια μου βουβή και άκομψη
κι είναι τα μάτια μου νεκρά και άδεια
ποιος νοιάστηκε για των πολλών την άποψη;
αφού το εγώ μου κατοικεί σε τρίσβαθα πηγάδια
Εκεί που ανάξιοι τον έρωτα τους ζουν
και ψάχνουν μες το σκότος να βρούνε την αλήθεια
μα όσα κι αν ζω  ποτέ δε μου αρκούν
κι έτσι συνεχώς φτιάχνω δικά μου παραμύθια

Παραμύθια ξεχασμένα στα βάθη του μυαλού
που έρχονται ώρες ώρες να θυμίζουν
πως τίποτα δε χάθηκε μα βρίσκεται αλλού
και τα κακά με λάσπη τα ξορκίζουν
Ξέρω στιγμές σαν τώρα δε με καταλαβαίνεις
ψάχνεις να βρεις τα πως και τα γιατί
όμως αλήθεια στη ζωή σου προλαβαίνεις
να γίνεις αυτό που πράγματι είσαι εσύ

Κι εγώ θα μένω εδώ γεμάτος ευτυχία
μακρινός θαυμαστής του χάους των καιρών
χαλώντας πάντα τη δική τους ησυχία
μέσα στη θλίψη αυτών εδώ των ημερών.