Αυτή η γυναίκα
είχε τα φύλλα στα μαλλιά
τη μουσική των δέντρων στο χαμόγελο της
τις νότες των εαρινών πουλιών μέσα στα μάτια
και ερεβώδη χάσματα στα κρύσταλλα της ψυχής της.
Στάθηκα μέσα στο κέντρο του λωτού
να τρυγήσω τη γύρη που περιβάλλει τα σύμπαντα
να μυρίσω τις αναίσχυντες μυρωδιές των ερώτων
να στραγγίξω τα σύννεφα
και στο σύθαμπο να ορίσω τη συνέχεια μου.
Αυτή η γυναίκα
σημάδευε με το τόξο του ανέμου
τη φωτιά που έκαιγε σε τρίσβαθες σπηλιές
στους χαλασμούς ονείρων που δε δικαιώθηκαν
σε απομακρυσμένες περιοχές του ποτέ
σε χώρες που πετούσαν πάνω από τα άστρα
σε φεγγάρια θαμμένα σε δάση άγνωστα
σε στιγμές που προσπέρασαν την απάτητη άμμο των ψηλών βουνών.
Και οι κουρτίνες τραβήχτηκαν
και φάνηκαν τα πρόσωπα που ήταν καλά κρυμμένα
σμήνη πουλιών ταξίδεψαν να πουν το ποίημα τους
καθώς φωτιές σιγόκαιγαν μέσα στα σπίτια των ανθρώπων που είχαν χάσει τα όνειρα τους.
Κι η μουσική
συνέχιζε μονότονα να ακούγεται
επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τους ίδιους στίχους
θυμίζοντας πότε ένα παλιό τετράδιο ανοιγμένο τη μέση με τις σελίδες κομμένες
πότε ένα σάπιο τριαντάφυλλο
πότε ένα αιδίο νοτισμένο από τις σταγόνες της βροχής.
Τότε ντυμένη στα λευκά της και άδολα πέπλα η νύχτα
κατέβηκε να χαιρετήσει τους ανθρώπους
αφήνοντας τους παρακαταθήκη τον έρωτα των ονείρων τους
θυμίζοντας τους τα ταξίδια σε ψυχές μακρυνές
σε τόπους ξένους
με λιοντάρια που πάλευαν με ύαινες
και ένα βέλος να μπήγεται με μανία μέσα στο κέντρο ενός παραδεκτού πολιτισμού.
Όταν αρνήθηκα τη φυγή
ήρθε να με βρει αυτή
να μου μιλήσει
να με καλοπιάσει
και να μου ζητήσει για χάρη της να μείνω.
Κι ετσι
επάνω στο σανίδι της πραγματικότητας μου
λίγο πριν η αυλαία πέσει και κρύψει πάλι τη θέαση του ονείρου
αποφάσισα να μείνω
για χάρη της φυγής.