Οι άνθρωποι είναι κακοί. Οι άνθρωποι σε πληγώνουν. Οι άνθρωποι σε σκοτώνουν.
Κάπως έτσι αρχίζει η ιστορία μου. Ήταν κοντά στο σούρουπο, όταν άκουσα τις πρώτες φωνές. Συζητούσαν πώς θα με κόψουν, πώς θα χτίσουν στα θεμέλια μου αφού με ξεριζώσουν. Στην αρχή τρόμαξα. Μετά κατάλαβα πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα και απλά αποδέχτηκα τη μοίρα μου.
Την επόμενη μέρα μια απαλή, μελαγχολική βροχή, σιγόπεφτε και νότιζε το χώμα. Ίσως γι αυτό δεν ήρθαν. Οι σταγόνες κυλούσαν πάνω στα φύλλα αφήνοντας γραμμές που έμοιαζαν με πεντάγραμμο. Από κάπου μακρυά ακουγόταν μια νοσταλγική μελωδία από ένα βιολί. Η μουσική χανόταν στο χώρο και η βροχή συνέχιζε να πέφτει απαλά.
Ήρθαν την μεθεπόμενη. Έβαλαν τα μηχανήματα τους να δουλεύουν, και γρήγορα γρήγορα ολοκλήρωσαν το έργο τους. Τίποτα δεν είχε μείνει πια, ούτε καν η μελωδία εκείνου του βιολιού που έκλαιγε. Τότε με πήγαν σε ένα εργοστάσιο. Μαζί με τους υπόλοιπους βρέθηκα και εγώ στη γραμμή παραγωγής. Οι εργάτες, ταλαιπωρημένοι από την πολύωρη βάρδια τους εκτελούσαν μηχανικά το καθήκον τους. Και κάπως έτσι βρέθηκα μαζί με άλλους να είμαι και εγώ μέρος ενός συνόλου. Ενός συνόλου που θα χρησίμευε πλέον σε κάτι για τους ανθρώπους και όχι απλά ένα άχρηστο δέντρο στη μέση του δάσους. Θα με εμπορεύονταν, θα όριζαν την τιμή μου και θα με πούλαγαν για να βγάλουν ακόμα περισσότερο κέρδος.
Και έτσι άρχισε το πολύχρονο ταξίδι μου. Ήμουν πια ένα φύλλο χαρτιού, όχι φύλλο δέντρου που παλλόταν με τη μουσική. Βρέθηκα σε κούτες, μαζί με άλλα. Βρέθηκα σε καράβια, αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Και κάπως έτσι γνώρισα τον κόσμο. Μέχρι να καταλήξω σε μια χώρα μακρινή στοιβαγμένο μαζί με άλλα, στα ράφια ενός καταστήματος.
Στην αρχή ήταν καλά. Οι άνθρωποι έρχονταν και με περιεργάζονταν, με άφηναν και πήγαιναν γι' άλλα. Ο υπάλληλος που εργαζόταν στο κατάστημα που και που με ξεσκόνιζε βρίζοντας πότε τους πελάτες, πότε το αφεντικό του. Και εγώ εκεί, να ασφυκτιώ ανάμεσα στις υπόλοιπες σελίδες του τετραδίου.
Ώσπου μια μέρα, συνέβη αυτό που μου άλλαξε τη ζωή.
Το άρωμα της μύριζε από μακρυά. Τα χέρια της ευαίσθητα και απαλά με χάιδεψαν και η φωνή της -παράξενο, αλλά έμοιαζε με τη μελωδία εκείνου του βιολιού- ακούστηκε να λέει: "Θα το πάρω". Ένας τρόμος με κυρίευσε, τρόμος που καταλάγιασε όταν βρέθηκα στην τσάντα της και αργότερα στο σπίτι της.
Με ακούμπησε επάνω στο γραφείο της, μπροστά από το παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα. Ήταν όμορφα, δε μπορώ να πω. Παρατηρούσα τη μοναχική ζωή της και κάθε τόσο άκουγα μελωδίες που έβαζε στο γραμμόφωνο πίνοντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Έτσι περνούσαν οι μέρες, έτσι περνούσαν οι μήνες.
Μα ένα πρωινό με σήκωσε από το γραφείο και με έβαλε πάλι στην τσάντα της. Δεν ήξερα που πηγαίναμε ούτε ήξερα τι θα με κάνει. Ξαφνικά φτάσαμε σε ένα μέρος, σαν παλιό αρχοντικό, μέσα από το οποίο ακουγόταν μουσική. Τότε με έβγαλε από την τσάντα της και άρχισε σιγά - σιγά να σκίζει ένα-ένα τα υπόλοιπα φύλλα που τόσο καιρό πια είχαμε δεθεί μεταξύ μας με φιλικά δεσμά. Παρακαλούσα να μη φτάσει η σειρά μου. Όμως τα παρακάλια μου δεν εισακούστηκαν. Και το χέρι αυτό το ευαίσθητο υπό τους ήχους μιας άλλης αυτή τη φορά μουσικής με έσχισε πέρα ως πέρα μην ακούγοντας τον πόνο και το δάκρυ μου.
Τότε για λίγο αιωρήθηκα στο χώρο, μια ζάλη κυρίευσε το μυαλό μου. Ώσπου λίγο πριν τη μοιραία σύγκρουση με το έδαφος ένα άλλο χέρι, απερίγραπτο γι' αυτό και μαγικό, με έπιασε με τόση τρυφερότητα όση δεν είχα νιώσει ποτέ μου. Με κοίταξε με τα σκοτεινά της μάτια, που καθρέφτιζαν τα πάντα και το τίποτα μαζί και άρχισε να χορεύει μαζί μου κρατώντας με σαν πολύτιμο φυλαχτό, σαν κομμάτι της ψυχής της. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι. Είχα μαγευτεί. Ίσως να ήταν η μουσική, ίσως να ήταν ο χώρος και ο χρόνος ο κατάλληλος, ίσως απλά να ήταν εκείνη. Ο χορός μας συνεχιζόταν μέχρι να φτάσει το δειλινό. Η μουσική συνέχιζε να παίζει και εκείνη δε με άφηνε από τα χέρια της. Με έκανε ό,τι ήθελε, με τσαλάκωνε και με ίσιωνε, με χάιδευε και με πόναγε μα τίποτα δε με ένοιαζε. Είχα πια χαθεί. Είχα χαθεί σε ένα όνειρο που δεν ήθελα να τελειώσει. Μόνο που ποτέ δε με κοίταγε. Λίγο μόνο στην αρχή, όταν με πρωτοπήρε στα χέρια της, με άγγιξε το βλέμμα της. Ύστερα, τίποτα.
Η ώρα πέρασε. Είχε για τα καλά πια πέσει η νύχτα. Η μουσική είχε από ώρα σταματήσει. Βρισκόμασταν πλέον σπίτι της. Σε όλη τη διαδρομή δε με είχε αφήσει λεπτό από τα χέρια της. Μόνο όταν φτάσαμε εκεί με ακούμπησε απαλά πάνω στον καναπέ. Έκατσε δίπλα μου και πήρε στα χέρια της το βιολί που βρισκόταν πιο δίπλα. Η μουσική πλημμύρισε το χώρο. Οι νότες διηγούνταν μια ιστορία, τη δική της ιστορία. Την ιστορία μιας κοπέλας που πάλευε να βρει σ'αυτόν τον κόσμο τον ίδιο της τον εαυτό. Μα πώς θα μπορούσε να το κάνει αφού η ίδια ήταν αστρόσκονη;
Τότε εντελώς ξαφνικά σταμάτησε να παίζει. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει καθώς γύρισε να με κοιτάξει. Με έπιασε απαλά στα χέρια της και βγήκαμε από το σπίτι στην υγρασία της νύχτας. Προχωρήσαμε για αρκετή ώρα μέχρι που φτάσαμε σε ένα δάσος. Έβγαλε τα παπούτσια της και άρχισε να περπατά στο χώμα αισθανόμενη τη γη στα πέλματα της. Προχώρησε όσο πιο μακρυά γινόταν μέσα στο δάσος ώσπου φτάσαμε δίπλα σε μια λίμνη. Εκεί, κάτω από τα φύλλα ενός αιώνιου δέντρου άρχισε με τα γυμνά της χέρια να σκάβει. Έβγαλε από την τσέπη της κάτι σπόρους και τους τύλιξε με εμένα. Έπειτα, με έβαλε απαλά μέσα στη γη και με σκέπασε με χώμα. Σηκώθηκε και πλησίασε στη λίμνη. Το πρόσωπο της καθρεφτιζόταν μαγικό στο φως του φεγγαριού. Έσκυψε και γέμισε με νερό τις χούφτες της και μεταφέροντας το, το έριξε από πάνω μου. Τώρα πια δεν ήταν βουρκωμένη. Τα μάτια της έλαμπαν από μια απερίγραπτη ευτυχία και ένα χαμόγελο χάραζε το πρόσωπο της. Γονάτισε μπροστά μου και φίλησε το χώμα. Και τότε μου είπε τα μοναδικά της λόγια, τα λόγια που ακόμα και σήμερα που έχω γίνει ολόκληρο δέντρο αντηχούν στ' αυτιά μου.
"Οι άνθρωποι είναι υπέροχοι. Αυτό να το θυμάσαι".