Βγάζω κάθε μέρα το μαχαίρι λίγο-λίγο απ'την καρδιά μου. (Μήπως στ' αλήθεια το μπήγω πιο βαθιά;)
Και προσπαθώ ακόμα να ξεμπλέξω από τα φύκια που μου κλείνουν το στόμα, από τις ενοχές που ακόμα κουβαλώ.
Μα οι σκέψεις είναι πουλιά διαβατάρικα που δεν ορίζεται ο προορισμός τους. Και γω το προσπαθώ και συ το προσπαθείς.
Φτάνει στ' αλήθεια η προσπάθεια μοναχά; Η εξιλέωση δεν βρίσκεται μέσα από το γραπτό.
(Μήπως στ' αλήθεια κρύβεται εκεί;)
Και η ανάμνηση του πελάγου, του κύματος που σκάει στο βράχο να είναι τόσο μαρτυρική. Το πρώτο δάκρυ εκεί στην είσοδο της νέας ζωής να αυλακώνει ακόμη τα πρόσωπα μας.
Και οι φοβίες, αυτές οι φοβίες που σε πλακώνουν και ανάσα δε σε αφήνουν να πάρεις. Τόσο σκληρές που έρχονται από το πουθενά.
(Μήπως στ' αλήθεια έρχονται από μέσα;)
Βάζω στην αλυσίδα μου καρφιά για να ματώσω. Δε φτάνει ο πόνος μοναχά. Ό,τι κι αν δε σκέφτομαι όσα κι αν ξεχρεώσω τίποτα λιγότερο από το τίποτα. Αδειάζει πάλι το μπουκάλι, στερεύει η πηγή. Μα ανεξάντλητα είναι τα όνειρα.
Ξέρω βαθιά τον εαυτό μου πάλι θα προδώσω.
(Κι αν ο φθόνος είναι αρετή;)
Παραλήρημα μοιάζει και πώς να τα σκοτώσω;
Μου φτάνει μονάχα ν' αδειάζει η ψυχή.
Αυτό το βάρος, αυτός ο πόνος, αυτή η κρυφή μου η ευχή.
Αγνότητα και μίσος. Μίσος και αγάπη. Διάφορα συναισθήματα μπλεγμένα κατα κει. Ακόμα ψάχνω. Ακόμα ψάχνω. Ψάχνω για κάτι που κανένας δε θα βρει.
Και η θάλασσα άδεια, πλέον τι να πει; Ακατανόητα σκοτάδια σε φως και στην πληγή. Κεριά σβησμένα, γωνιές αραχνιασμένες, είχα ανάγκη τούτο εδώ.
Ομιλίες αγαπημένες, μα ποιος να καταλάβει όσα ζω;
" ὅτι ἠγάπησε πολύ "
Ξέρω πως τίποτα δε γράφεται στην τύχη. Ξέρω πως όλα είναι εδώ. Κι ας το ξέρω μοναχά εγώ.
(Αλήθεια, μοναχά;)
Γραμμένα πάνω στο μαχαίρι, κρυμμένα χιλιάδες μυστικά.
Ακουμπώντας στο τζάμι το κεφάλι είναι βαριά η πέτρα στο λαιμό. Μα το μαχαίρι ακόμα στάζει. Ακόμα βγαίνει ακόμα μπαίνει. Σε μια χρονολογική προοπτική δεν καταλαβαίνεις πια την κίνηση του. Είναι προς τα μέσα; Είναι προς τα έξω;
Αλλοπαρμένα αδιαπραγμάτευτα και αδιάβλητα. Μπέρδεμα. Αυτό μονάχα. Άδειος ο καναπές και ας γεμίζει. Ποιος θα κατανοήσει;
Και αν το τέλος πρέπει να είναι συνετό και αν η θάλασσα ξεβράζει τα όνειρα μας ένα μοναχά θα πω. Χέρια χιλιάδες, λέξεις πολλές.
Όνειρο άπιαστο ένα.
Τα όνειρα δεν πεθαίνουν. Τραυματίζονται. Όσο βαθιά κι αν μπαίνει το μαχαίρι.
Για όσα δε μπορώ να αντέξω, για όλα αυτά.
Πέρασε η ώρα.
Και έχω πάλι τ' όνειρο μου να ματώσω.
Έχω πάλι εμένα να πληγώσω.
Μέχρι το μαχαίρι να βγάλω τελείως. Και να μπορέσω να με βρω.
Και ξέρω πως για να το βγάλω και να το πετάξω μακρυά
πρέπει να το καρφώσω ακόμα πιο βαθιά.
Αλήθεια πως μετράει κανείς το βάθος της ψυχής του;
*** Graffiti: INO
Φωτογραφία: Dphotography (https://www.facebook.com/dimarphotograph/)