Τότε ο γέροντας μίλησε:
-Παιδί μου τι γυρεύεις; Γιατί δε γυρνάς στον τόπο σου;
- Γέροντα αποφάσισα να γυρίσω τον κόσμο. Και αποφάσισα να τον αλλάξω. Γιατί είναι άδικος και σκληρός και δεν έχει την αγάπη και την ελευθερία μέσα του.
-Μην πλανάσαι αγόρι μου.Χειμώνες αμέτρητους είδαν τα μάτια μου, μα άνθρωπο ν' αλλάζει δεν αντίκρισα.
- Με όλο το σεβασμό γέροντα. Κανείς δεν άλλαξε, γιατί κανείς δεν το θέλησε.
Ένα δάκρυ κύλησε τότε στα ρυτιδιασμένα μάγουλα του γέροντα και αποκρινόμενος στο γερασμένο παιδί είπε:
-Καλό ταξίδι γιε μου.
Το παιδί συνέχισε το δρόμο του και μια μέρα εκεί που βρισκόταν δίπλα σε μια λίμνη είδε τη στιγμή που ένα λουλούδι άνθισε. Και αποφάσισε πως ήταν καιρός να επιστρέψει στον τόπο του μιας και έστω μια μικρή αλλαγή είχε συντελεστεί. Γυρνώντας στα μέρη όπου μεγάλωσε διαπίστωσε ότι το γερασμένο δέρμα του και τα άσπρα του μαλλιά άρχισαν να εξαφανίζονται και να παίρνουν ξανά την όψη που θα έπρεπε να έχει ένα παιδί της ηλικίας του. Έτσι φτάνοντας στο χωριό του δεν ήταν παρά ένα ακόμα παιδί ανάμεσα στα άλλα. Αμέσως οι χωριανοί έπεσαν πάνω του να το ρωτήσουν τι είδε στο ταξίδι του και αν κατάφερε τελικά να αλλάξει τον κόσμο. Και τότε το παιδί τους απάντησε:
Είδα πολλούς ανθρώπους και πολλά μέρη. Όσο για το αν άλλαξα τον κόσμο; Ένα μόνο θα σας πω:
Είδα ένα λουλούδι να ανθίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου