Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ελπίδα


Πριν από καιρούς πολλούς ήρθε στη γη ένα παιδί. Στα γεννοφάσκια του δεν γέλαγαν μα έκλαιγαν οι άνθρωποι. Τον κόσμο θ' άλλαζε λέγαν οι θρύλοι τούτο το παιδί και οι τρανοί ολάκερης της γης ζώστηκαν την πανοπλία του μίσους. Και το παιδί μεγάλωνε σαν το δέντρο που γεμίζει καρπούς και όλο έλεγε πως αυτός ο κόσμος είναι πικρός και άδικος και χρειάζεται αλλαγή. Ξεκίνησε λοιπόν το ταξίδι του στη ζωή περιδιαβαίνοντας σε διάφορους τόπους, γνωρίζοντας ανθρώπους και μιλώντας με τα δέντρα και τα πουλιά. Όμως όσο προχωρούσε τόσο γερνούσε. Και έτσι μετά από δύο χρόνια έμοιαζε ήδη σαν να ήταν εβδομήντα χρονών. Τι να 'ταν αυτό που τον γέρασε έτσι ξαφνικά; Αυτό αναρωτιόνταν όλοι όσοι τον γνώρισαν και μάθαιναν την πραγματική του ηλικία. Το παιδί μέσα του ήξερε. Όμως το μυστικό του αυτό το κράταγε κρυμμένο. Και συνέχιζε το ταξίδι του. Περνώντας λοιπόν από μια χώρα που τα ποτάμια δεν κυλούσαν πια, έμαθε για ένα σοφό γέρο που είχε ζήσει αμέτρητα χρόνια και κανείς δεν ήξερε την πραγματική του ηλικία. Έψαξε λοιπόν να τον βρει και να μιλήσει μαζί του. Έτσι και έγινε και ξάφνου το παιδί βρέθηκε μπροστά στο σεβαστό γέροντα. Παρ' όλο που τους χώριζαν αιώνες ζωής, η όψη τους ήταν ίδια.
Τότε ο γέροντας μίλησε:
-Παιδί μου τι γυρεύεις; Γιατί δε γυρνάς στον τόπο σου;
- Γέροντα αποφάσισα να γυρίσω τον κόσμο. Και αποφάσισα να τον αλλάξω. Γιατί είναι άδικος και σκληρός και δεν έχει την αγάπη και την ελευθερία μέσα του.
-Μην πλανάσαι αγόρι μου.Χειμώνες αμέτρητους είδαν τα μάτια μου, μα άνθρωπο ν' αλλάζει δεν αντίκρισα.
- Με όλο το σεβασμό γέροντα. Κανείς δεν άλλαξε, γιατί κανείς δεν το θέλησε.
Ένα δάκρυ κύλησε τότε στα ρυτιδιασμένα μάγουλα του γέροντα και αποκρινόμενος στο γερασμένο παιδί είπε:
-Καλό ταξίδι γιε μου.
Το παιδί συνέχισε το δρόμο του και μια μέρα εκεί που βρισκόταν δίπλα σε μια λίμνη είδε τη στιγμή που ένα λουλούδι άνθισε. Και αποφάσισε πως ήταν καιρός να επιστρέψει στον τόπο του μιας και έστω μια μικρή αλλαγή είχε συντελεστεί. Γυρνώντας στα μέρη όπου μεγάλωσε διαπίστωσε ότι το γερασμένο δέρμα του και τα άσπρα του μαλλιά άρχισαν να εξαφανίζονται και να παίρνουν ξανά την όψη που θα έπρεπε να έχει ένα παιδί της ηλικίας του. Έτσι φτάνοντας στο χωριό του δεν ήταν παρά ένα ακόμα παιδί ανάμεσα στα άλλα. Αμέσως οι χωριανοί έπεσαν πάνω του να το ρωτήσουν τι είδε στο ταξίδι του και αν κατάφερε τελικά να αλλάξει τον κόσμο. Και τότε το παιδί τους απάντησε:
Είδα πολλούς ανθρώπους και πολλά μέρη. Όσο για το αν άλλαξα τον κόσμο; Ένα μόνο θα σας πω:
Είδα ένα λουλούδι να ανθίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου