Ο ουρανός αμίλητος έσκυβε πάνω από τις σιωπές μας.
Αφουγκραζόταν το άδικο ανάμεσα μας.
Και τότε ήρθαν εκείνες οι μέρες.
Μέρες γεμάτες, μέρες κενές.
Μέρες που κυλούν ίδιες ό,τι και αν συμβαίνει.
Μα έρχονται τα βράδια.
Και τότε
σαν διάσπαρτοι στίχοι οι αναμνήσεις
Οι στιγμές
Γυρνούν.
Πάνω σε φτερά πεταλούδας.
Πάνω σε τσαλακωμένα σεντόνια.
Σε ένα μαξιλάρι που μένει πάντα αδειανό.
Σε κύματα που λικνίζονται με νωχελικό ρυθμό.
Τριγυρίζουν και βασανίζουν.
Για ένα τέλος που ποτέ δεν ήρθε
κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια.
Δώσε στη μνήμη μου
το φάρμακο της λήθης
κι ύστερα
ας παραδοθούμε στην ροή του χρόνου.