"Ο κυρ-Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί
γιατί το βράδυ στα όνειρα του θέλει να θυμηθεί
ό, τι ποτέ δεν έζησε μες τ' όνειρο του ζει
μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή"
Ο κυρ-Αντώνης, Μάνος Χατζιδάκις
Μεγάλωσα μονάχος μου με συντροφιά τα όνειρα.
Σε μονοπάτια της ψυχής μου βρέθηκα απόμερα.
Γνώρισα την αγάπη, έμαθα τη λατρεία
και άλλα πράγματα πολλά άγραφα στα βιβλία.
Ήμουν για λίγο πάνω
μα πιο πολύ στα κάτω
κι όποτε σήκωνα κεφάλι
βρισκόμουνα ξανά στον πάτο.
Και τώρα στης ψυχής το βάθεμα
με πιάνω να τρομάζω
στον απολογισμό αυτόν εδώ
τον εαυτό μου να δικάζω.
Δυό άνθρωποι μαγικοί
μου 'μάθαν τη ζωή
και για όσα έκαναν θα τους λατρεύω
μέχρι την τελευταία μου πνοή.
Και τότε φίλε βρήκα εσένα
που τώρα είσαι μακρυά στα ξένα
κι ένιωσα για πρώτη μου φορά πως έχω αδελφό
και πως δεν πρέπει να φοβάμαι γιατί θα είσαι πάντα εδώ.
Κάποιες φορές τα λόγια είναι λίγα
για να εκφράσουν τα συναισθήματα,
ας μείνουμε φίλε μου λοιπόν εδώ
με τα δικά μας τα συνθήματα.
Ύστερα ήρθαν τα γράμματα
μαζί με τα φαντάσματα
κι έμαθα πράγματα απίστευτα για μένα
και για όσα στην ψυχή μου είναι καμωμένα.
Τότε οι ίδιοι άνθρωποι βρέθηκαν εκεί
και μου 'δωσαν ξανά ζωή
τον εαυτό μου να ξαναμάθω μου δίδαξαν
κι όσα κι αν κι εκείνοι πέρασαν με την αγάπη τους τα νίκησαν...
Βλέπεις τους έτυχα εγώ
μαυροντυμένος ήλιος
σκαντζόχοιρος ευαίσθητος
γάτος μαζί και σκύλος!
Αργότερα ήρθες και εσύ
αστέρι που έπεσε στη γη
μπροστά σε θάλασσα, πάνω σε βράχια
ενώθηκαν της ψυχής μας τα κομμάτια.
Μα ξαφνικά σε φόβισα
-ήταν βλέπεις τα φαντάσματα-
κι όμως όσο πάλευα εκεί
το χέρι μου κρατούσες μέχρι την αυγή.
Κι αλήθεια ποιος θα μου 'λεγε
ότι τ' αστέρια βρίσκονται στη γη
κι ότι το φωτεινότερο
μες την ψυχή μου κατοικεί;
Δε θέλω όμως να ξεχάσω εσένα
που βρέθηκες εκεί
και όσα με οδήγησαν
στων λόγων σου τη θαλπωρή.
Χρόνια πολλά
και ώρες αμέτρητες
άλλες τις έζησα στη φυλακή
και άλλες ήταν λεύτερες.
Μα αν δεν ήταν εκείνοι
και κατ' επέκταση εσύ
τότε απ' τα χιλιάδες φαντάσματα
αμφιβάλλω αν έστω κι ένα θα 'χε διαλυθεί.
Παρ' ότι μείναν λίγα
και δεν πεθάναν οριστικά
αν δεν υπήρχε η δική σου πυξίδα
δεν θα τα έγραφα όλα αυτά.
Και τώρα φτάνοντας στο τέλος
-που σημαίνει μια νέα αρχή-
γνώριμος φόβος με κατακλύζει
και μου παγώνει την ψυχή.
Βλέπεις είναι τα όνειρα
που μου ζητούν εκδίκηση
νύχτα την πόρτα μου χτυπούν
να γράψω θέλουν τούτη την αφήγηση.
Με τα όνειρα μου συντροφιά
βρέθηκα ως εδώ
και με τα όνειρα μου αγκαλιά
το μέλλον θέλω να θωρώ
Γιατί χάρη σ' αυτά γνώρισα θάλασσες, βουνά,
γιατί χάρη σ' αυτά
έχω ένα αστέρι
στης ψυχής μου την αγκαλιά.
Κι όμως εγώ ακόμα φοβάμαι
τα φαντάσματα μην ξαναρθούν
μα μεγαλύτερο τρόμο μου φέρνει μήπως
τα όνειρα μου πεθάνουν πριν προλάβουν καν να γεννηθούν!
pour l'eternité...