Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Μια καθημερινή ιστορία

Άνοιξε τα μάτια του με δυσκολία. Το κεφάλι του βούιζε ακόμα από το χθεσινοβραδινό μεθύσι. Σηκώθηκε από το κρεββάτι και στάθηκε λίγο καθιστός κοιτώντας το πάτωμα. Στο έπιπλο δίπλα του βρισκόταν το πακέτο με τα τσιγάρα του. Πήρε ένα και το άναψε. Έπειτα σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Αφού κατούρησε, ξέρασε μέσα στη λεκάνη. Για λίγη ώρα έμεινε εκεί να κοιτάει το θέαμα. Έπειτα τράβηξε το καζανάκι. Στάθηκε λίγο μπροστά στον καθρέφτη. Το αξύριστο πρόσωπο του με τα πρησμένα μάτια σαν κάτι να ήθελε να του πει. Έφτυσε δυνατά γεμίζοντας σάλια το γυαλί μπροστά του. Τράβηξε την κουρτίνα και είδε μια ηλιόλουστη μέρα. "Σκατόκαιρος", σκέφτηκε. Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. Βρήκε ένα μπουκάλι μπύρας και το άνοιξε. Το ήπιε μονορούφι. Η αλήθεια ήταν πως δίψαγε πολύ. Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Το μάτι του έπεσε στη βιβλιοθήκη. Δίπλα από τα βιβλία του Μπουκόφσκι υπήρχε ένα μισογεμάτο μπουκάλι ουίσκι. Δηλαδή μισογεμάτο το έβλεπε αυτός. Το πήρε και έβαλε μια γενναία ποσότητα σε ένα ποτήρι με πάγο. Ήπιε το πρώτο ποτήρι και γέμισε και δεύτερο. Κάπου εκεί χτύπησε το τηλέφωνο.
-"Μωρό μου, τι κάνεις", ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
-"Κάθομαι και μπεκρουλιάζω πάλι", της είπε.
-"Σου είπα ότι δεν πρέπει να πίνεις από το πρωί"
-"Να πας να γαμηθείς και εσύ και οι συμβουλές σου", της απάντησε ουρλιάζοντας και έκλεισε το τηλέφωνο με δύναμη.
Προσπαθούσε να σκεφτεί τι είχε συμβεί την προηγούμενη νύχτα. Είχε βγει και είχε πάει στον "Κόκκινο κύκνο" στο μπαρ που πάντα έπινε βότκα. Έτσι ξεχώριζε τα μπαρ εκείνος. Σε αυτό βότκα, στο άλλο ουίσκι, στο πιο κάτω μπύρες. Στον "Κύκνο" λοιπόν έπινε πάντα βότκα. Μόνο που χτες κάτι είχε αλλάξει. Μετά το τέταρτο ποτό τον πλησίασε μια γυναίκα. "Καλοδιατηρημένη για την ηλικία της", σκέφτηκε.
-"Θα με κεράσεις ένα ουίσκι;" του είπε.
-"Εδώ πίνουμε πάντα βότκα", της αποκρίθηκε εκείνος.
-"Εγώ θέλω ουίσκι", του είπε εκείνη. "Και αν πιεις και εσύ μαζί μου τότε μετά αν θες πάμε σπίτι μου".
-"Εντάξει", συμφώνησε εκείνος. "Όμως δε θα πάμε σπίτι σου, θα πάμε στις τουαλέτες".
-"Έγινε", είπε εκείνη. "Φέρε το ουίσκι τώρα".
Πλησίασε τον μπάρμαν και του είπε ότι θέλει δύο ουίσκι. Ο μπάρμαν αφού τον κοίταξε σαν να ήταν εξωτικό πουλί του έβαλε χωρίς να πει κουβέντα. Αφού πλήρωσε πήγε και ξαναέκατσε στη θέση του. Η γυναίκα ήπιε το ποτό της μονορούφι. Φαινόταν ότι δεν ήταν το πρώτο ποτό της βραδιάς για εκείνη. Ούτε και για εκείνον άλλωστε. Έπειτα κατέβηκαν και οι δύο στην τουαλέτα. Εκείνος την γύρισε βίαια προς τον τοίχο και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Η γυναίκα βαριανάσαινε. Τότε τράβηξε το μαχαίρι του και της χάραξε το λαιμό. Το αίμα άρχισε να τρέχει ρυάκι. Το άψυχο σώμα της γυναίκας έπεσε πάνω στη λεκάνη.
"Αφού στο είπα, εδώ πίνουμε πάντα βότκα", μονολόγησε εκείνος. Έπειτα άνοιξε την πόρτα της τουαλέτας και βγήκε έξω. Αφού έπλυνε τα χέρια του, έφυγε από το μπαρ και πήγε σπίτι του.
Ξαφνικά το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, διακόπτοντας τη σκέψη του.
-"Ναι";
-"Γεια σου μωρό μου πάλι εγώ είμαι. Ακόμα πίνεις";
"Τι διάολο", σκέφτηκε εκείνος. Η φωνή της έμοιαζε πολύ με τη φωνή της γυναίκας στο μπαρ.
-"Ποια στο διάολο είσαι;" ούρλιαξε εκείνος.
-"Η Σ. από χτες στο μπαρ", του αποκρίθηκε η γυναίκα.
Εκείνος πάγωσε. Πώς μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Αφού θυμόταν ξεκάθαρα τι είχε συμβεί.
-"Τι θέλεις;" , ρώτησε τραυλίζοντας.
-"Να σε ενημερώσω πως εγώ πίνω πάντα ουίσκι. Ποτέ βότκα" του είπε εκείνη.
-"Στον "Κόκκινο Κύκνο" όμως, εγώ πίνω πάντα βότκα", της απάντησε εκείνος και έκλεισε το τηλέφωνο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου