"Καριόληδες" μονολόγησε ο Κ. και έφτυσε στο μαντήλι του. Τα γεμάτα καρκινικά κύτταρα πνευμόνια του δεν τον είχαν προδώσει ακόμα. Αφού εξέτασε το χρώμα του σάλιου του, πέταξε το μαντήλι στα σκουπίδια. Στην τηλεόραση έπαιζε μια λειτουργία σε κάποια εκκλησία της χώρας. Όσο παρακολουθούσε θολωμένος ακόμα από το πιοτό, εξέταζε τις κοιλιές των παπάδων. "Ο ένας πιο χοντρός από τον άλλο είναι οι μπινέδες" σκέφτηκε και συνέχισε, "πόσο χρήμα, πόσο φαί έχουν μέσα τους αυτές οι κοιλιές στο όνομα μιας δήθεν μεταθανάτιας ελπίδας". Μία έξαρση του βήχα του δεν τον άφησε να προχωρήσει τη σκέψη του. Μέσα του όμως η απόφαση είχε ήδη παρθεί. Σηκώθηκε απ΄ τον καναπέ και με βαριά βήματα κατευθύνθηκε προς το ντουλάπι με τα ποτά. Το άνοιξε και επιθεώρησε την κατάσταση. Με λίγη οικονομία θα τον έβγαζαν μέχρι την επόμενη δόση από το ταμείο ανεργίας. Δεν είχε να πληρώσει το νοίκι του βέβαια, αλλά ποιος νοιαζόταν; Θα είχε αλκοόλ. Μετά τη διάγνωση του καρκίνου του και αφού γρονθοκόπησε το γιατρό που του το ανακοίνωσε προκειμένου να ξεσπάσει, αποφάσισε να χαρεί τη ζωή του. Και ποια μεγαλύτερη χαρά, σκεφτόταν, από το να πίνει από το πρωί μέχρι το βράδυ;
Με τη σκέψη του ακόμα στο πως θα μοίραζε τις ποσότητες του αλκοόλ μέχρι το τέλος του μήνα, βγήκε από το σπίτι. Κατευθύνθηκε προς την εκκλησία της γειτονιάς του και κάθισε στο παγκάκι έξω από την είσοδο της. Με το βλέμμα του να παρατηρεί τους περαστικούς άνοιξε την μπύρα που είχε αγοράσει από το περίπτερο και την ήπιε μονορούφι. Τότε ένας ρασοφόρος βγήκε από την εκκλησία και κατευθύνθηκε προς μια παρκαρισμένη Mercedes κάμπριο. Άνοιξε την πόρτα πήρε μια βαλίτσα παραφουσκωμένη ποιος ξέρει με τι και ξαναγύρισε στην εκκλησία. Τα μάτια του Κ. άστραψαν. Περίμενε στο σημείο που βρισκόταν ώσπου η λειτουργία τελείωσε. Τότε τον ξανάδε. Κατευθυνόταν πάλι προς τη Mercedes με την ίδια βαλίτσα στα χέρια του. Ο Κ. τον πλησίασε.
"Πάτερ, την ευχή σας" του είπε. Ο παπάς έτεινε το χέρι του και περίμενε από τον Κ. να του το φιλήσει. Με μια αηδία, ανάμεικτη με τάση για εμετό ο Κ. ακούμπησε τα χείλη του στο ρυτιδιασμένο χέρι.
"Συγγνώμη πάτερ, αλλά χάλασε το αυτοκίνητο μου. Μπορείτε, αν δεν σας είναι κόπος, να με αφήσετε λίγο πιο κάτω;" Ο παπάς αφού αμφιταλαντεύτηκε λίγο, δέχτηκε. Εξάλλου τα μάτια των πιστών τον παρακολουθούσαν και μόλις τους είχε κάνει κήρυγμα για τη βοήθεια στους άπορους και τους αναξιοπαθούντες. Ο Κ. τον οδήγησε μέσα από διάφορα στενά λέγοντας του το δρομολόγιο. Σε ένα σημείο όπου ο δρόμος γινόταν πιο ερημικός ο παπάς ρώτησε αν φτάνουνε στον προορισμό τους.
"Μην ανησυχείς πάτερ, στο τέρμα του δρόμου θα με αφήσεις" αποκρίθηκε ο Κ.
Στο σημείο που σταμάτησαν δεν υπήρχε κανείς. Ο παπάς άπλωσε το χέρι του στον Κ. προκειμένου να του το φιλήσει. Τότε εκείνος τράβηξε το στιλέτο που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του για τις δύσκολες στιγμές και το έμπηξε με δύναμη στην κοιλιά του παπά χαράζοντας μια ευθεία γραμμή. Το αίμα πότισε το κάθισμα και η κραυγή του ιερέα έσκισε τον αέρα. Ο Κ. πήρε τη βαλίτσα που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα και αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο, άνοιξε ατάραχος την πόρτα του αυτοκινήτου.
Πριν βγει έριξε μια τελευταία ματιά στον ξεκοιλιασμένο παπά. "Στο διάολο τραγόπαπα" μονολόγησε και έκλεισε την πόρτα. Με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς τον κεντρικό δρόμο. Για καλή του τύχη μόλις έφτανε το λεωφορείο. Μπήκε μέσα και κατέβηκε στην κοντινότερη στάση για το σπίτι του. Όταν έφτασε εκεί, έβαλε ένα γεμάτο ποτήρι κρασί και κάθισε να το απολαύσει κοιτώντας την βαλίτσα. "Η θεία κοινωνία" σκέφτηκε μειδιάζοντας. Τότε αποφάσισε να ανοίξει τη βαλίτσα. Ήταν γεμάτη με χαρτιά και διάφορα βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου. Αφού την έψαξε καλά βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε ούτε ένα χαρτονόμισμα μέσα της. "Καριόληδες" σκέφτηκε πάλι. Όταν τελείωσε το κρασί του, αναλογίστηκε την κατάσταση. "Τζίφος. Δεν είχε φράγκο μέσα ο γαμημένος". Ο βήχας ξανάρθε κόβοντας του την ανάσα. "Ας είναι. Ένας καριόλης λιγότερος" σκέφτηκε και ξαναγέμισε το ποτήρι του με κρασί.
Με τη σκέψη του ακόμα στο πως θα μοίραζε τις ποσότητες του αλκοόλ μέχρι το τέλος του μήνα, βγήκε από το σπίτι. Κατευθύνθηκε προς την εκκλησία της γειτονιάς του και κάθισε στο παγκάκι έξω από την είσοδο της. Με το βλέμμα του να παρατηρεί τους περαστικούς άνοιξε την μπύρα που είχε αγοράσει από το περίπτερο και την ήπιε μονορούφι. Τότε ένας ρασοφόρος βγήκε από την εκκλησία και κατευθύνθηκε προς μια παρκαρισμένη Mercedes κάμπριο. Άνοιξε την πόρτα πήρε μια βαλίτσα παραφουσκωμένη ποιος ξέρει με τι και ξαναγύρισε στην εκκλησία. Τα μάτια του Κ. άστραψαν. Περίμενε στο σημείο που βρισκόταν ώσπου η λειτουργία τελείωσε. Τότε τον ξανάδε. Κατευθυνόταν πάλι προς τη Mercedes με την ίδια βαλίτσα στα χέρια του. Ο Κ. τον πλησίασε.
"Πάτερ, την ευχή σας" του είπε. Ο παπάς έτεινε το χέρι του και περίμενε από τον Κ. να του το φιλήσει. Με μια αηδία, ανάμεικτη με τάση για εμετό ο Κ. ακούμπησε τα χείλη του στο ρυτιδιασμένο χέρι.
"Συγγνώμη πάτερ, αλλά χάλασε το αυτοκίνητο μου. Μπορείτε, αν δεν σας είναι κόπος, να με αφήσετε λίγο πιο κάτω;" Ο παπάς αφού αμφιταλαντεύτηκε λίγο, δέχτηκε. Εξάλλου τα μάτια των πιστών τον παρακολουθούσαν και μόλις τους είχε κάνει κήρυγμα για τη βοήθεια στους άπορους και τους αναξιοπαθούντες. Ο Κ. τον οδήγησε μέσα από διάφορα στενά λέγοντας του το δρομολόγιο. Σε ένα σημείο όπου ο δρόμος γινόταν πιο ερημικός ο παπάς ρώτησε αν φτάνουνε στον προορισμό τους.
"Μην ανησυχείς πάτερ, στο τέρμα του δρόμου θα με αφήσεις" αποκρίθηκε ο Κ.
Στο σημείο που σταμάτησαν δεν υπήρχε κανείς. Ο παπάς άπλωσε το χέρι του στον Κ. προκειμένου να του το φιλήσει. Τότε εκείνος τράβηξε το στιλέτο που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του για τις δύσκολες στιγμές και το έμπηξε με δύναμη στην κοιλιά του παπά χαράζοντας μια ευθεία γραμμή. Το αίμα πότισε το κάθισμα και η κραυγή του ιερέα έσκισε τον αέρα. Ο Κ. πήρε τη βαλίτσα που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα και αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο, άνοιξε ατάραχος την πόρτα του αυτοκινήτου.
Πριν βγει έριξε μια τελευταία ματιά στον ξεκοιλιασμένο παπά. "Στο διάολο τραγόπαπα" μονολόγησε και έκλεισε την πόρτα. Με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς τον κεντρικό δρόμο. Για καλή του τύχη μόλις έφτανε το λεωφορείο. Μπήκε μέσα και κατέβηκε στην κοντινότερη στάση για το σπίτι του. Όταν έφτασε εκεί, έβαλε ένα γεμάτο ποτήρι κρασί και κάθισε να το απολαύσει κοιτώντας την βαλίτσα. "Η θεία κοινωνία" σκέφτηκε μειδιάζοντας. Τότε αποφάσισε να ανοίξει τη βαλίτσα. Ήταν γεμάτη με χαρτιά και διάφορα βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου. Αφού την έψαξε καλά βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε ούτε ένα χαρτονόμισμα μέσα της. "Καριόληδες" σκέφτηκε πάλι. Όταν τελείωσε το κρασί του, αναλογίστηκε την κατάσταση. "Τζίφος. Δεν είχε φράγκο μέσα ο γαμημένος". Ο βήχας ξανάρθε κόβοντας του την ανάσα. "Ας είναι. Ένας καριόλης λιγότερος" σκέφτηκε και ξαναγέμισε το ποτήρι του με κρασί.