Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

Ξυράφια


Κοίτα πως άλλαξε πάλι ο καιρός.
Μέσα στην παγωνιά αυτής της νύχτας οι σκέψεις τριγυρνούν, έρχονται, επανέρχονται και ταλαιπωρούν το είναι μου.
Γίνονται ξυράφια που γδέρνουν την ψυχή μου.
Δεν κυλάνε απαλά, επιδερμικά.
Μπαίνουν βαθιά, ξεσχίζουν το μέσα μου.
Διαλύουν τις άμυνες μου.

Ίσως να φταίνε τα όνειρα.
Ίσως να φταίει και ένα όνειρο συγκεκριμένο.
Μα πώς να ορίσεις και το ασυνείδητο;
Πάνω από εκατό χρόνια έχουν περάσει και ακόμα δεν καταφέραμε να ορίζουμε το συνειδητό.
Ας είναι και αυτό.
Κάποια στιγμή θα βρεθεί η λύση.
Όμως οι χαρακιές βρίσκονται πάντα εκεί.
Περίμενα πως με το χρόνο θα επουλωθούν.
Μάταια.
Γιατί τότε έρχονται οι βασιλιάδες και μου υπενθυμίζουν την θέση μου.
Εγώ. Εκεί. Μόνος.

Ακόμα πασχίζω να βρω τη λύση.
Και δεν ήμουν ποτέ καλός στα μαθηματικά.
Είναι ένα πρόβλημα κι αυτό.
Ίσως αν ήμουν καλός να είχα κάτι να επιδείξω.
Αλλά όταν δεν μπορώ στα απλά, πώς να μπορέσω στα δισεπίλυτα;

Σκέψεις σε γωνιές του μυαλού αραχνιασμένες.
Μικρές μορφές υποτιθέμενης διασκέδασης.
Όμως τα λόγια που πόνεσαν πολύ έχουν γίνει πια ξυράφια.
Ξυράφια καλά κρυμμένα πίσω από χαμόγελα, κάτω από βλέμματα , μέσα στο δέρμα.
Μικροσκοπικά κυκλοφορούν μέσα στις φλέβες και γδέρνουν την καρδιά μου.

Ένα μαξιλάρι αφημένο σε μια γωνιά του κρεβατιού, υπενθυμίζει μια αλλοτινή ζωή.
Μικρές εικόνες καδραρισμένες, δείχνουν τα χρόνια της αθωότητας.
Παγωμένα χαμόγελα και στιγμές μιας ζωής που πέρασε.
Πέρασε, μα εχάθη;
Ποιος να το ξέρει, ποιος θα το μάθει;
Εξάλλου αν γνωρίζαμε το μέλλον τι το ενδιαφέρον θα κρυβόταν στις στιγμές;
Κι αν όπως είπε κι ο ποιητής
"τις νύχτες στέρφες απομένουν οι αγκαλιές"
είναι στιγμές που αυτό το κενό το νιώθεις περισσότερο από άλλοτε.

Τα μάτια κλείνουν.
Ένα χαμόγελο.
Ένα άγγιγμα.
Το χάιδεμα του ανέμου πάνω στα μαλλιά της.
Με ποιο δικαίωμα αλήθεια;
Και δυό μάτια.
Ένα βλέμμα.
Και λόγια μέσα στη σιωπή που αντηχούν ακόμα.
Λόγια μέσα στη θάλασσα που ακόμα καίνε σαν αλάτι τις πληγές μου.
Μα δεν ξεχνιέται η αθωότητα.
Δεν ξεχνιέται η ευτυχία που έστω για λίγο βιώθηκε.
Και πώς να ξεχαστεί;
Πως να σβήσει το φεγγάρι από τη νύχτα;
Και αλήθεια πώς
τ' αστέρια θα επιστρέψουν στον ουρανό
όταν ακόμα κατοικούν μέσα μου;

Άπιαστα όνειρα.
Άπιαστα όνειρα που τα έζησα για λίγο.
Και ύστερα με ξύπνησαν απότομα τα λόγια.

Μα είναι στ' αλήθεια τόσο κρύα αυτή η νύχτα; 

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Χρόνος δυνάστης


Είναι η θλίψη, είναι ο πόνος
ένα αερικό
είναι κάτι στις ψυχές μας που καίει
κάτι μαγικό
πώς να ξεχαστούν όλα; πώς να αφεθούν όλα;
και πονούν οι πληγές.
Περνάει ο χρόνος
αδάμαστος χρόνος
και μένεις μόνος...και μένεις μόνος...

Είν' οι πληγές, είν' η ουσία
χάρτης ματωμένος
είναι κάτι που στο μυαλό γυρνάει
νους μπερδεμένος
πώς θα περάσει; πώς θα ξεχάσει;
και γυρνάει η μέρα.
Είναι ο αμείλικτος χρόνος
δυνάστης χρόνος
και μένεις μόνος...και μένεις μόνος...

Πώς να σωπάσει;


Είναι κόσμος τους πολύ μεγάλος και ξένος
και πως να σωπάσει μέσα μου το μένος;
σε μια γωνιά του είμαι αφημένος
ονειρολόγος και μόνιμα αφηρημένος

σε πόλεις άδειες παγωμένες, μ' ολοζώντανους νεκρούς
ψάχνω να δω αν ακόμα με ακούς
αν από τα όμορφα λιγάκι κρυφακούς
και αν είσαι μέσα στους κάλπικους και συ καιρούς

βομβαρδισμένα τοπία στης πλάσης τ'απειρο
που με  αφήνουν μοναχό και άκληρο
σε μια γη που δε χωράνε πια οι κολασμένοι
μα μένουνε μονάχοι τους χαμένοι και πνιγμένοι

ειναι ο κόσμος τους βρώμικος, ξένος
μουτζουρωμένος, μολυβένιος, σιχαμένος
γι αυτό ξαναρωτάω μπερδεμένος
πώς θα σωπάσει μέσα μου το μένος;

σε τέτοιο κόσμο διψασμένο και άδειο
από που επιτέλους να βρω κουράγιο;
από που ν' αντέξω και να κρατηθώ
γι' αυτό ας ζω το κάτι ονειρικό

ας ζω τις μαγεμένες τις στιγμές
κι ας είναι πια παρελθοντικές
μα οι αναμνήσεις ποτέ τους δεν πεθαίνουν
φυλακισμένες μέσα στην καρδιά μας μένουν