"Γαμημένε μπάσταρδε" ούρλιαξε ο Πάνος και προσγείωσε τη γροθιά του στο πρόσωπο του Γιάννη. "Θα πεθάνεις αρχίδι" συνέχισε ρίχνοντας του μια κλοτσιά στα πλευρά. Ο Γιάννης πεσμένος αιμόφυρτος στο πάτωμα προσπαθούσε να αμυνθεί και να συνέλθει, τα απανωτά χτυπήματα όμως έκαναν το κεφάλι του να βουίζει και τα μάτια του να μην μπορούν να ανοίξουν. Τα χείλη και τα φρύδια του είχαν σκιστεί και το αίμα έτρεχε ρυάκι στο μελανιασμένο πρόσωπο του.
-"Σταμάτα ρε μαλάκα θα τον σκοτώσεις" επενέβη τότε ο Λευτέρης, φίλος του Πάνου, που παρακολουθούσε μέχρι τότε αμέτοχος τη σκηνή.
-"Δεν θα τον σκοτώσω, θα του φάω την καρδιά του καριόλη" απάντησε ο Πάνος συνεχίζοντας να χτυπάει τον πεσμένο και ανήμπορο να αντιδράσει Γιάννη. "Ρε κωλόπουστα, ρε γαμημένε, ήσουν μάγκας νόμιζες έ; Ήσουν νταής ρε μπάσταρδε;" συνέχιζε το έργο του ασταμάτητος ο Πάνος, λαχανιασμένος πλέον από την λύσσα και τη μανία που είχε και μη σταματώντας λεπτό να γρονθοκοπεί και να κλωτσάει τον Γιάννη. Ο Λευτέρης τότε, καταλαβαίνοντας ότι τα πράγματα είναι σοβαρά μπήκε μπροστά στον Πάνο και με όλη τη δύναμη που τον χαρακτήριζε τον έσπρωξε μακρυά.
-"Φτάνει ρε μαλάκα, θα τον σκοτώσεις και θα έχουμε μπλεξίματα πάλι", του είπε με αγριεμένο ύφος.
¨Πρέπει να πάμε και στον Μάριο μετά..." συνέχισε ο Λευτέρης προσπαθώντας να δώσει στον Πάνο να καταλάβει πως η συνέχιση του ξυλοδαρμού δεν θα ήταν προς όφελός τους.
Ο Πάνος βλέποντας πως ο Λευτέρης είχε αγριέψει πραγματικά αποφάσισε να σταματήσει. Εξάλλου ο φίλος του είχε δίκιο. Σε λίγο έπρεπε να πάνε στον Μάριο να παραλάβουν το πακέτο που είχε φτάσει μέσω διάφορων διαδρομών από την Ολλανδία. Καθαρή κοκαϊνη πρώτης ποιότητας. Θα έπιναν αρκετή οι δυο τους και την υπόλοιπη αφού τη νόθευαν θα την πούλαγαν για να βγάλουν και αυτοί ένα αξιοσέβαστο ποσό. Φεύγοντας ο Λευτέρης γύρισε προς τον πεσμένο Γιάννη και ρίχνοντάς του μια ακόμα κλοτσιά στα πλευρά που τον έκανε να σφαδάζει του είπε : "Την επόμενη φορά δεν θα τον σταματήσω. Κατάλαβες μουνόπανο;"
Δύο ημέρες πριν...
Ο Γιάννης ετών τριανταδύο, υπάλληλος σε ασφαλιστικό γραφείο, χωρίς σχέση και μένοντας ακόμα με τους γονείς του, βγαίνει απογοητευμένος από το γραφείο του διευθυντή του. Μόλις του έχει ανακοινωθεί η απόλυση του. Μαζεύει τα πράγματα από το γραφείο του και κατεβαίνει τις σκάλες με αργά βήματα. Σιγά σιγά η απογοήτευσή του μετατρέπεται σε λύπη, η λύπη σε οργή και θυμό. Νευριασμένος με όλα, με το μπάσταρδο διευθυντή, με τη Μαρία που τον παράτησε, με τα φανάρια που είναι όλα κόκκινα, με τη γαμημένη κοινωνία που δεν του δίνει άλλη επιλογή τρόπου ζωής εκτός από την ήδη υπάρχουσα, με τους γονείς του, με τον εαυτό του τον ίδιο.
Μπαίνει στο αυτοκίνητό του, για το οποίο αναρωτιέται πως θα το ξεχρεώσει χωρίς δουλειά πλέον, και πατάει το γκάζι οδηγώντας σαν μανιακός. Περνά από τις πιο καλές περιοχές της πόλης και καταριέται τον πλούτο των άλλων. Χωρίς να το καταλάβει φτάνει στα κακόφημα σημεία του αστικού ιστού, και βλέπει τη θλίψη και τη μιζέρια που επικρατεί. Άραγε εκείνος που ανήκει; σκέφτεται καθώς τα λάστιχα σφυρίζουν στο απότομο φρενάρισμά του. Μία γιαγιά κρατώντας ένα σκύλο περνά το φανάρι και παραλίγο να την πατήσει.
Όλη η οργή του τότε ξεσπάει. "Μωρή μαλακισμένη κωλόγρια δεν βλέπεις μπροστά σου; Κόκκινο είναι για τους πεζούς το γαμημένο. Δεν το βλέπεις;" Εκτός εαυτού χωρίς να συνειδητοποιεί ούτε ο ίδιος το τι λέει και τι κάνει, νιώθει το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του. Έντρομη η γριούλα ψιθυρίζει κάτι σαν "συγγνώμη αγόρι μου, δεν πρόσεξα". Τα λόγια αυτά όμως χτυπάνε σαν σφυριά μέσα στο κεφάλι του Γιάννη. Κατεβαίνει έξαλλος από το αυτοκίνητο και πλησιάζει τη γριούλα. Τότε χωρίς ούτε ο ίδιος να καταλαβαίνει τι κάνει αρχίζε να την χτυπά με μανία φωνάζοντας: "Δεν πρόσεξες μωρή κωλόγρια; Δεν πρόσεξες; Θα σε κάνω εγώ να προσέχεις άλλη φορά. Και εσένα και το κοπρόσκυλο σου" και με τα τελευταία του λόγια έδωσε μια δυνατή κλοτσιά στο σκυλί. Η γριούλα είχε πέσει στη μέση του δρόμου και το σκυλάκι γάβγιζε μανιωδώς. Με δυο τρεις κλοτσιές ακόμα έπαψε και αυτό. Τότε ο Γιάννης ξεψυχισμένος, λαχανιασμένος, παγωμένος, ξαναμπήκε στο αυτοκίνητό του ελπίζοντας να μην τον έχει δει κανείς. Ούτε ο ίδιος δεν πίστευε το τι είχε κάνει. Αυτός που ήταν πάντα ένα υπόδειγμα ηθικής, που σέβονταν και τιμούσε τους μεγαλύτερους, που είχε αρχές και αξίες. Πως είχε καταντήσει έτσι; Γιατί είχε καταντήσει έτσι;
Εκείνη την νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Είχε σηκωθεί από το κρεββάτι του και ξαναπήγε στο μέρος όπου είχε χτυπήσει την γριά μήπως και κατάφερνε να την πετύχει κάπου να πέσει στα γόνατα και δακρυσμένος να της ζητήσει συγχώρεση. Δεν την βρήκε όμως πουθενά. Ούτε την επόμενη μέρα όπου έπραξε ακριβώς το ίδιο. Αντίθετα, έπεσε πάνω στον Πάνο και στον Λευτέρη, οι οποίοι εκεί κοντά έκαναν τις "περίεργες" δουλειές τους. Δεν ήταν μπροστά στο περιστατικό, όμως είχανε μάθει τί συνέβη από την Ντίνα, μια κοπέλα που έμενε στη γειτονιά, και τους ειδοποιούσε όταν ερχόντουσαν οι μπάτσοι. Γιατί μπορεί οι ίδιοι να σκόρπαγαν θάνατο, ο κώδικας τιμής τους όμως και το αξιακό τους σύστημα δεν τους επέτρεπε να μείνουν απαθείς μπροστά σε κάτι τέτοιο ούτε τους ένοιαζαν τα βαθύτερα αίτια που έκαναν τον Γιάννη να πράξει κάτι τέτοιο. Πολύ περισσότερο δεν τους ένοιαζε, ούτε ήθελαν να ξέρουν, αν ο Γιάννης είχε μετανιώσει για τις πράξεις του. Γι' αυτούς υπήρχε η πράξη που έπρεπε να τιμωρηθεί και η τιμωρία της.
Η συνέχεια, είναι πλέον σε όλους μας γνωστή. . .