Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Νυχτερινή συμφωνία


Μέσα στο άδειο σπίτι ακούγεται μουσική αγγέλων.
Οι νότες γεμίζουν το χώρο.
"Νυχτερινός περίπατος"
Μάνος.

[...]

Έλα πάλι απόψε
Γύρνα αντίστροφα του ρολογιού τους δείκτες.
Ξεγέλασε την απάτη του χρόνου
στάσου πάνω στα φτερά της πεταλούδας
και γαλήνεψε.

Έλα πάλι απόψε.
Κλείσε τα μάτια.
Μη χαράξεις τις αυλακιές των λαθών πάνω στο πρόσωπο σου.
Δεν αξίζει.
Άσε τον αέρα να περάσει ανεπαίσθητα από τα μαλλιά σου.
Νιώσε το χάδι του.
Ξέρω δεν έχει δικαίωμα.
Πως θα μπορούσε αλήθεια;
Σ' αυτή τη διάσταση όμως ο αέρας είμαι εγώ.
Και αυτό είναι επιτρεπτό.

Έλα και απόψε.
Να ακούσουμε μαζί τη μουσική των άστρων να παίζει για εμάς.
Να ανασάνει το φεγγάρι ανακουφισμένο που γλίτωσε πάλι.

Έλα και απόψε.

Να κοιμηθούμε αγκαλιά.
Και να προσποιηθούμε πως τίποτα δεν άλλαξε το χρόνο.
Πως ο χρόνος δε σταμάτησε.
Συνέχισε να κυλά.

Έλα.
Και με κλειστά τα μάτια να ονειρευτούμε.
Ίσως το κάνουμε και έχοντας τα ανοιχτά.
Έλα και απόψε.
Να καθίσουμε μαζί.
Να ξαπλώσουμε μαζί.
Να κάνουμε έρωτα μαζί.
Και να ακούμε αγκαλιά τη βροχή στο τζάμι να μας νανουρίζει.

Και η νύχτα αυτή
να μην έχει παρελθόν.
Έλα και απόψε.
Να βρεθούμε πάλι στον αφρό των κυμάτων
ξεχνώντας όλες τις διαστάσεις του χρόνου
ξεχνώντας τις πικρές θάλασσες.

Σε αυτή τη νύχτα
το παρόν
είναι ο μόνος νικητής.
Σε αυτή τη νύχτα
υπάρχουμε
μοναχά εγώ κι εσύ.


Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Κάτω απ'το φως του φεγγαριού


Τούτο τ'απάνεμο λιμάνι.
Μ' ανάγκασε να το αφήσω. 
Γνώριμα τα φώτα του, αχνοφαίνονται πια από τ' ανοιχτά.
Κοίτα τώρα πως το επέκτειναν. 
Χιλιάδες πια οι νέες μυρωδιές, οι νέοι του κάτοικοι.
Μοιάζει το λιμάνι, λιμάνι να μην είναι πια.
Μοιάζει με πόλη πια χαοτική.
Τούτο τ'απάνεμο λιμάνι.

Δίπλα του μεγαλώσαμε.
Κοντά του ερωτευτήκαμε.
Σε ένα μικρό κολπίσκο του μετρήσαμε τ' αστέρια.

Τέτοιο λιμάνι, όσο κι αν άλλαξε, δε βρίσκεται όμοιο του πουθενά.

Ήταν νύχτα χειμερινή κάτω απ' το φως του φεγγαριού.
Φώτιζαν τ' άστρα τα σκοτάδια της θαλάσσης...

Και ξαφνικά έγινε μέρα. Και έλαμπε ο ήλιος.
Μέσα στη θάλασσα, πάνω στην επιφάνεια της, ξέσπασε τρικυμία.
Μέσα στον καλό καιρό, μέσα στην νηνεμία.
Μα τ'απάνεμο λιμάνι δεν άφηνε πια τα πλοία να δέσουν.

Κι όμως.
Η νύχτα η χειμερινή κάτω από το φως του φεγγαριού
δεν πνίγηκε.
Σφάλισε τις πόρτες της, έκλεισε τα παράθυρα της και έμεινε εκεί.
Ανέγγιχτη από το πλήρωμα του χρόνου, από το φθόνο των πολλών και από τις βουλές της μοίρας.
Η νύχτα η χειμερινή κάτω απ' το φως του φεγγαριού
κλειδώθηκε για πάντα στ' απάνεμο λιμάνι.



Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Τα ερέβη των ψυχών


Η ύπαρξη σου κι η ύπαρξη μου σταχυολογούν τις σιωπές που περιβάλλουν τους αθέατους κόσμους των ονείρων μας. Αφού απομυθοποιήσουν τα μυθοποιημένα παραδεκτά θέσφατα, ετοιμάζονται να φωτίσουν ξανά υπογείως τους σάπιους δρόμους αυτής εδώ της πόλης.

Παραμυθένια σκηνικά συνθέτουν απομονωμένες πληγές που κρύβονται διστακτικά κάτω από το φλοιό των δέντρων. Ακροθιγώς διερευνώντας της ουτοπίας την άκρη μήπως και μείνει για εμάς έστω ένα δάκρυ, ψάχνουμε τα όνειρα που φυλλορροούν στους κάλπικους κόσμους που μας περιβάλλουν.

Ως πότε θα γεμίζουμε τη μοναξιά με ευχές; Ως πότε χαμένες πατρίδες θα δικαιώνουν τις παρτίδες που εμείς διαλέξαμε να χάσουμε; Στον πυρήνα των υποστάσεων μας βρίσκεται η ουσία.Ξέρω πως κάπου κάποτε, οι σιωπές θα αποκτήσουν φωνή. Ανεπαίσθητα θα ακουστούν μέσα στους ήχους της πόλης. Τότε λερωμένα πεζοδρόμια θα φιλοξενήσουν τις άδειες αγκαλιές, γαλήνιες θάλασσες θα απολαύσουν τον έρωτα των κυμάτων με τα βράχια. Άνεμοι θα πνέουν νωχελικά σαν να βαριούνται να πάνε πιο πέρα. Και οι υπάρξεις του τίποτα θα γεμίσουν με συστατικά ανείπωτης ευτυχίας.

Τότε οι κόσμοι θα ενωθούν, τα άστρα θα λάμψουν και νέα λουλούδια θα ξεφυτρώσουν σαν πρόλογος ενός μέλλοντος μακρινού, πριν ο ήλιος ανατείλει ξανά φωτίζοντας τα ερέβη που κατοικούν στις ψυχές μας.

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Του κόσμου τ' άδικο


Είναι φορές που το άδικο με πνίγει
κι ένα μαχαίρι στην καρδιά μου μπήγει
τότε θυμάμαι απ΄τη Σμύρνη ιστορίες
που μου λεγε ο παππούς κάποιες νύχτες κρύες

Και τότε βλέπω θάλασσες γεμάτες από αίμα
και εύχομαι ειλικρινά να ήταν ένα ψέμμα
νεκρά παιδιά που χάνονται μέσα στα χαλάσματα ή
τυλιγμένα μέσα στης ντροπής μας τα λευκά υφάσματα

Και βλέπω τη Μεσόγειο υγρό νεκροταφείο
πολιτικής αντιπαράθεσης να γίνεται πεδίο
βλέπω τότε ανθρώπους που βλέπουν αριθμούς
μέσα σ' αυτό τον κόσμο, δεν ξέρω αν μ'ακούς

Και ρίχνω μια ματιά στον πάτο του Αιγαίου
ψάχνοντας για να βρω το αίσθημα δικαίου
αυτό που ορίζει δήθεν τον πολιτισμό
μα κάντε μου τη χάρη και βγάλτε το σκασμό

Ρωτήστε στο Χαλέπι το ορφανό παιδί
τα μάτια του μέσα στη Χομς πόσα έχουν δει
και στου Αφρίν τη σκόνη ψάξτε εκείνον τον πατέρα
που είδε την κόρη του νεκρή λίγο πριν πέσει η μέρα

Και τότε ελάτε μια βόλτα από την Ειδομένη
και πείτε μας πόση ντροπή ακόμα απομένει
κι αν είστε τόσο άντρες κι αντέχετε τα ζόρια
ελάτε και στη Μυτιλήνη να δείτε και τη Μόρια

Κι αν η ντροπή δεν έφτασε και έχει και άλλη μείνει
τότε ας περάσουμε κι από την  Παλαιστίνη
εκεί που συνηθίσανε του θάνατου την όψη
μα εμάς αυτό μας μάρανε η τρομερή η κόψη

Μπορούμε να περάσουμε και από τη Βαγδάτη
να δούμε τελικά αν έχει μείνει κάτι
αν ο πολιτισμός σας έφτασε 'κει πέρα
αν άλλαξε το σούρουπο, η νύχτα και η μέρα

Πάμε και μια βόλτα από τη Λιβύη
να δούμε αν εκεί ο ήλιος πάλι δύει
και κάτω απ΄τη Σαχάρα σε ένα κόσμο ξένο
αυτόν που έχει ξεχαστεί κι από το πεπρωμένο

Ύστερα στα Βαλκάνια μπορούμε να σταθούμε
το αίμα πως κυλάει να κάτσουμε να δούμε
κι έπειτα ανατολικά προς την Ουκρανία
εκεί που οι ναζί σκοτώνουν με μανία

Σε λίγο θα φτάσουμε μέχρι και την Ινδία
στων καστών το σύστημα που φέρνει αηδία
να δούμε τη γυναίκα εκεί στην Αραβία
και πως η ελευθερία πνίγεται στη βία

Και όταν τίποτα στον κόσμο μας όρθιο δε θα 'χει μείνει
να εξάγουμε πολιτισμό μέχρι τη Σελήνη
μη χαθεί το είδος μας αυτό το περιούσιο
που έκανε θρησκεία του ό,τι το ανούσιο

Είναι φορές που το άδικο με πνίγει
και η ντροπή τριγύρω μου δε λέει πια να φύγει
κρύβεται επιμελώς σε οθόνες και σε ήχους
παλεύω να τη διώξω μέσα από τους στίχους

Και τότε βλέπω αγγέλους μέσα στα χαλάσματα
κι αλήθεια δε φτάνουν μονάχα τα ντροπιάσματα
τότε θυμάμαι τον Κεμάλ, τον κόσμο, το μαχαίρι
τη φωτιά τριγύρω μας τι άλλο θα μας φέρει

Τότε θυμάμαι τον ποιητή, του παιδιού τη ματιά
και σβήνει για λίγο εκείνη η φωτιά
μα σαν βλέπω γύρω μου πάλι αυτή φουντώνει
κι ειν' η αδικία που τόσο με πληγώνει

Και τότε έρχεται η σιγανή βροχή
αυτή που κάποιες ώρες ματώνει την ψυχή
και θέλω τόσο όλα να τα πνίξει
τις αδικίες του κόσμου τριγύρω μας να κρύψει

Στην Αργεντινή, και στη Βενεζουέλα
στης Βραζιλίας μια φτωχική φαβέλα
στης Γάζας τη ματωμένη τη λωρίδα
κάπου εκεί στο βάθος γεννιέται η ελπίδα

Στη γυναίκα που υψώνει το ανάστημα της
σ' άλλη που μονάχη της τρέφει τα παιδιά της
στον ομοφυλόφιλο στην τελευταία θέση
στον άνεργο που αρνείται στα πόδια τους να πέσει

Στην ερυθρή, στην κίτρινη, στη μαύρη, στη λευκή
γύρω δε βλέπω χρώματα μα μοναχά ψυχή
στο άδικο του κόσμου μας δε βλέπω πια πατρίδα
μόνο στα μάτια των παιδιών κρυμμένη την ελπίδα

Σε σένα και σε μένα σε όλους μας μαζί
που ώρες - ώρες στέκουμε σα να 'μαστε χαζοί
μα πρόσεχε μη μπερδευτείς, δεν είμαστε το ίδιο
στην αδικία αυτή δεν έχουμε μερίδιο

Γιατί εσύ την έφτιαξες, μα εγώ θα στη χαλάσω
κι αλήθεια δε με νοιάζει αν θα το προφτάσω
ξέρω είμαστε πολλοί και άλλοι τόσοι θα 'ρθουν
από του κόσμου τ' άδικα φωτιά θα μεταλάβουν

Και τότε η αδικία σας θα γίνει τιμωρία σας
και τότε θα φωνάζετε για τη σωτηρία σας
κι εκείνη η φωτιά μες του παιδιού τα μάτια
τον κόσμο σας θα σπάσει σε χίλια δυο κομμάτια

Κι από τις στάχτες της Συρίας, κι απ΄των θαλασσών των ήχο
ακούστε τον να ξεπηδάει τούτο το στερνό τον στίχο
του κόσμου τ' άδικο ακόμα μας στοιχειώνει
αυτό να το θυμάστε, η αδικία πληγώνει

Και νέος κόσμος θα φτιαχτεί μέσα απ΄ τους παλιούς
τότε θα ξέρω πια πως σίγουρα μ' ακούς
κόσμος ολόλαμπρος, χαρούμενος γεμάτος με ελπίδα
κι η αδικία θα 'χει πνιγεί κι αυτή στην καταιγίδα


Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Των παραμυθιών το τέλος


Σε τι να πιστέψω, που ν'ακουμπήσω να σταθώ
αφού όλα τριγύρω είναι γεμάτα φωτιά
που να μπορέσω να τρυπώσω να χωθώ
όταν ειπώθηκαν όλα μέσα σε μια ματιά

Κύκλους κάνει η ζωή μου
κι εκεί μέσα τριγυρνώ
μα είναι βράδια που η κόλαση μου
ξετυλίγει κάθε τι κρυφό

Που να γυρίσω, που να κοιτάξω
ποιο θαύμα ψάχνω για να σωθώ;
Όσα κι αν φτιάξω, όσα κι αν ψάξω
το χρόνο ν' αντιστρέψω θα ποθώ

Κι έτσι πιστός θα παραμένω
με τα μάτια κλειστά στις θύμησες των θαλασσών
δεν έχω τίποτα πια να προσμένω
αφού γνωρίζω τ' άδοξο τέλος των παραμυθιών

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Η σιωπή των άστρων


Είναι μια στιγμή που ο χρόνος σταματάει.
Είναι λίγα δευτερόλεπτα.
Τότε
πνιχτές ακούγονται οι ανάσες μας για λίγο.
Τότε
τα πάντα γύρω χάνονται.
Τότε
ο χώρος τριγύρω παύει να υπάρχει.
Τίποτα δεν ακούγεται.
Απόλυτη σιγή.
Σιωπή.
Ξαφνικά το φτερούγισμα των άστρων πέφτει ανάμεσα μας.
Η μόνη μουσική που είναι επιτρεπτή.
Το φεγγάρι ολόγιομο πάνω από τα κεφάλια μας.
Η μόνη μας εικόνα.
Και έτσι απομένουν λίγα ακόμα λεπτά
που μοιάζουν με αιώνα.
Λίγα λεπτά που χάνεται ο χρόνος.
Και η σιωπή αυτή
-η τόσο δική μας-
εκμηδενίζει όλες τις αντιστάσεις
και όλες τις αποστάσεις.
Χρυσογάλανα τ' αστέρια κολυμπούν σε άγνωστους βυθούς
Αστέρια που γεννήθηκαν
για να ντύσουν τη σιωπή μας.
Ακόμα στάζουν αίμα οι πληγές.
Μη με αγγίξεις.
Δεν αρμόζει στα όνειρα να λερώνονται με αίμα.
Άσε με εδώ
στην ελευθερία της σιωπής
να φαντάζομαι
πως ό,τι έγινε ποτέ δεν υπήρξε
να ξαναγίνω όνειρο
να ξαναγίνω αστέρι
και να φυλάω μέσα μου
της θάλασσας τον ήχο το στερνό
μετρώντας σα μικρό παιδί
από το ένα εως το δέκα.
Ξανά και ξανά.
Άσε με εδώ,
να ακούω τη σιωπή
που έγινε πια
η μόνη αγκαλιά μου.

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Το χαρτί


Οι άνθρωποι είναι κακοί. Οι άνθρωποι σε πληγώνουν. Οι άνθρωποι σε σκοτώνουν.

Κάπως έτσι αρχίζει η ιστορία μου. Ήταν κοντά στο σούρουπο, όταν άκουσα τις πρώτες φωνές. Συζητούσαν πώς θα με κόψουν, πώς θα χτίσουν στα θεμέλια μου αφού με ξεριζώσουν. Στην αρχή τρόμαξα. Μετά κατάλαβα πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα και απλά αποδέχτηκα τη μοίρα μου.

Την επόμενη μέρα μια απαλή, μελαγχολική βροχή, σιγόπεφτε και νότιζε το χώμα. Ίσως γι αυτό δεν ήρθαν. Οι σταγόνες κυλούσαν πάνω στα φύλλα αφήνοντας γραμμές που έμοιαζαν με πεντάγραμμο. Από κάπου μακρυά ακουγόταν μια νοσταλγική μελωδία από ένα βιολί. Η μουσική χανόταν στο χώρο και η βροχή συνέχιζε να πέφτει απαλά.

Ήρθαν την μεθεπόμενη. Έβαλαν τα μηχανήματα τους να δουλεύουν, και γρήγορα γρήγορα ολοκλήρωσαν το έργο τους. Τίποτα δεν είχε μείνει πια, ούτε καν η μελωδία εκείνου του βιολιού που έκλαιγε. Τότε με πήγαν σε ένα εργοστάσιο. Μαζί με τους υπόλοιπους βρέθηκα και εγώ στη γραμμή παραγωγής. Οι εργάτες, ταλαιπωρημένοι από την πολύωρη βάρδια τους εκτελούσαν μηχανικά το καθήκον τους. Και κάπως έτσι βρέθηκα μαζί με άλλους να είμαι και εγώ μέρος ενός συνόλου. Ενός συνόλου που θα χρησίμευε πλέον σε κάτι για τους ανθρώπους και όχι απλά ένα άχρηστο δέντρο στη μέση του δάσους. Θα με εμπορεύονταν, θα όριζαν την τιμή μου και θα με πούλαγαν για να βγάλουν ακόμα περισσότερο κέρδος.

Και έτσι άρχισε το πολύχρονο ταξίδι μου. Ήμουν πια ένα φύλλο χαρτιού, όχι φύλλο δέντρου που παλλόταν με τη μουσική. Βρέθηκα σε κούτες, μαζί με άλλα. Βρέθηκα σε καράβια, αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Και κάπως έτσι γνώρισα τον κόσμο. Μέχρι να καταλήξω σε μια χώρα μακρινή στοιβαγμένο μαζί με άλλα, στα ράφια ενός καταστήματος.

Στην αρχή ήταν καλά. Οι άνθρωποι έρχονταν και με περιεργάζονταν, με άφηναν και πήγαιναν γι' άλλα. Ο υπάλληλος που εργαζόταν στο κατάστημα που και που με ξεσκόνιζε βρίζοντας πότε τους πελάτες, πότε το αφεντικό του. Και εγώ εκεί, να ασφυκτιώ ανάμεσα στις υπόλοιπες σελίδες του τετραδίου.

Ώσπου μια μέρα, συνέβη αυτό που μου άλλαξε τη ζωή.

Το άρωμα της μύριζε από μακρυά. Τα χέρια της ευαίσθητα και απαλά με χάιδεψαν και η φωνή της -παράξενο, αλλά έμοιαζε με τη μελωδία εκείνου του βιολιού- ακούστηκε να λέει: "Θα το πάρω". Ένας τρόμος με κυρίευσε, τρόμος που καταλάγιασε όταν βρέθηκα στην τσάντα της και αργότερα στο σπίτι της.

Με ακούμπησε επάνω στο γραφείο της, μπροστά από το παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα. Ήταν όμορφα, δε μπορώ να πω. Παρατηρούσα τη μοναχική ζωή της και κάθε τόσο άκουγα μελωδίες που έβαζε στο γραμμόφωνο πίνοντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Έτσι περνούσαν οι μέρες, έτσι περνούσαν οι μήνες.

Μα ένα πρωινό με σήκωσε από το γραφείο και με έβαλε πάλι στην τσάντα της. Δεν ήξερα που πηγαίναμε ούτε ήξερα τι θα με κάνει. Ξαφνικά φτάσαμε σε ένα μέρος, σαν παλιό αρχοντικό, μέσα από το οποίο ακουγόταν μουσική. Τότε με έβγαλε από την τσάντα της και άρχισε σιγά - σιγά να σκίζει ένα-ένα τα υπόλοιπα φύλλα που τόσο καιρό πια είχαμε δεθεί μεταξύ μας με φιλικά δεσμά. Παρακαλούσα να μη φτάσει η σειρά μου. Όμως τα παρακάλια μου δεν εισακούστηκαν. Και το χέρι αυτό το ευαίσθητο υπό τους ήχους μιας άλλης αυτή τη φορά μουσικής με έσχισε πέρα ως πέρα μην ακούγοντας τον πόνο και το δάκρυ μου.

Τότε για λίγο αιωρήθηκα στο χώρο, μια ζάλη κυρίευσε το μυαλό μου. Ώσπου λίγο πριν τη μοιραία σύγκρουση με το έδαφος ένα άλλο χέρι, απερίγραπτο γι' αυτό και μαγικό,  με έπιασε με τόση τρυφερότητα όση δεν είχα νιώσει ποτέ μου. Με κοίταξε με τα σκοτεινά της μάτια, που καθρέφτιζαν τα πάντα και το τίποτα μαζί και άρχισε να χορεύει μαζί μου κρατώντας με σαν πολύτιμο φυλαχτό, σαν κομμάτι της ψυχής της. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι. Είχα μαγευτεί. Ίσως να ήταν η μουσική, ίσως να ήταν ο χώρος και ο χρόνος ο κατάλληλος, ίσως απλά να ήταν εκείνη. Ο χορός μας συνεχιζόταν μέχρι να φτάσει το δειλινό. Η μουσική συνέχιζε να παίζει και εκείνη δε με άφηνε από τα χέρια της. Με έκανε ό,τι ήθελε, με τσαλάκωνε και με ίσιωνε, με χάιδευε και με πόναγε μα τίποτα δε με ένοιαζε. Είχα πια χαθεί. Είχα χαθεί σε ένα όνειρο που δεν ήθελα να τελειώσει. Μόνο που ποτέ δε με κοίταγε. Λίγο μόνο στην αρχή, όταν με πρωτοπήρε στα χέρια της, με άγγιξε το βλέμμα της. Ύστερα, τίποτα.

Η ώρα πέρασε. Είχε για τα καλά πια πέσει η νύχτα. Η μουσική είχε από ώρα σταματήσει. Βρισκόμασταν πλέον σπίτι της. Σε όλη τη διαδρομή δε με είχε αφήσει λεπτό από τα χέρια της. Μόνο όταν φτάσαμε εκεί με ακούμπησε απαλά πάνω στον καναπέ. Έκατσε δίπλα μου και πήρε στα χέρια της το βιολί που βρισκόταν πιο δίπλα. Η μουσική πλημμύρισε το χώρο. Οι νότες διηγούνταν μια ιστορία, τη δική  της ιστορία. Την ιστορία μιας κοπέλας που πάλευε να βρει σ'αυτόν τον κόσμο τον ίδιο της τον εαυτό. Μα πώς θα μπορούσε να το κάνει αφού η ίδια ήταν αστρόσκονη;

Τότε εντελώς ξαφνικά σταμάτησε να παίζει. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει καθώς γύρισε να με κοιτάξει. Με έπιασε απαλά στα χέρια της και βγήκαμε από το σπίτι στην υγρασία της νύχτας. Προχωρήσαμε για αρκετή ώρα μέχρι που φτάσαμε σε ένα δάσος. Έβγαλε τα παπούτσια της και άρχισε να περπατά στο χώμα αισθανόμενη τη γη στα πέλματα της. Προχώρησε όσο πιο μακρυά γινόταν μέσα στο δάσος ώσπου φτάσαμε δίπλα σε μια λίμνη. Εκεί, κάτω από τα φύλλα ενός αιώνιου δέντρου άρχισε με τα γυμνά της χέρια να σκάβει. Έβγαλε από την τσέπη της κάτι σπόρους και τους τύλιξε με εμένα. Έπειτα, με έβαλε απαλά μέσα στη γη και με σκέπασε με χώμα. Σηκώθηκε και πλησίασε στη λίμνη. Το πρόσωπο της καθρεφτιζόταν μαγικό στο φως του φεγγαριού. Έσκυψε και γέμισε με νερό τις χούφτες της και μεταφέροντας το, το έριξε από πάνω μου. Τώρα πια δεν ήταν βουρκωμένη. Τα μάτια της έλαμπαν από μια απερίγραπτη ευτυχία και ένα χαμόγελο χάραζε το πρόσωπο της. Γονάτισε μπροστά μου και φίλησε το χώμα. Και τότε μου είπε τα μοναδικά της λόγια, τα λόγια που ακόμα και σήμερα που έχω γίνει ολόκληρο δέντρο αντηχούν στ' αυτιά μου.

"Οι άνθρωποι είναι υπέροχοι. Αυτό να το θυμάσαι".