Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Σιωπή

Αστέρια του βυθού, φεγγάρια του ανέμου, πικρές στάλες της βροχής, ξεπλύνετε το είναι μου, αφαιρέστε την ύπαρξη μου. Διεισδύστε μέσα μου, και κάνετε να χάσω το εγώ μου. Νιφάδες του χιονιού, περασμένες εποχές, κόκκοι άμμου, κάνετε την ψυχή μου να ξαναπετάξει στους πορφυρογάλανους ουρανούς. Ήλιοι  συρματοστόλιστοι, φεγγάρια άλλων κόσμων βοηθήστε με και εσείς να ξαναβρώ την ουσία μου. Το ριζικό μου να ξεριζώσω, της ψυχής το βάθεμα και πάλεμα ν' αντέξω, να υψωθώ σε μέρη που ο νους του ανθρώπου δε μπορεί να φανταστεί και βρείτε την άκρη, φωτίστε μου το δρόμο, οδηγήστε με στο ιδεώδες πεπρωμένο. Σβησμένα τσιγάρα, νέες μουσικές και αδειανά ποτήρια, χαράξτε πάλι το χαμόγελο στις καρδιές των ανθρώπων. Βρείτε, ψάξτε βοηθήστε και εσείς να ξαναζήσουμε όλοι τα ήδη βιωμένα. Ποτάμια και θάλασσες, φωτιές και ουρανοί, χώμα και λάσπη, δημιουργήστε πάλι τ' όνειρο που έσβησε κι εχάθη στις ραγισμένες πολιτείες των ονείρων μας. Φέρτε πάλι το ιδανικό, υψώστε την αλήθεια και βάλτε τη στράτα την ανθρώπινη ξανά στο δρόμο το δικό σας. Υπόγειες στοές, μπερδεμένα παραμύθια, πόρτες ορθάνοιχτες μα και κλειστές φωτίστε έστω για λίγο τα μονοπάτια των ιδεών μας. Χιόνια που τόσα είδατε όσο κυλούσατε νερά, μπλεγμένες καταστάσεις ανθρώπων που δεν τις έλυσαν ποτέ, όνειρα και φωτιές υπαρκτές στους δρόμους και στα βάθη της ψυχής, το είναι των ανέμων και η σκουριά της γης όλα μαζί αν πάλι γίνουν ένα και καταφέρουν να δημιουργήσουν τ' όραμα μας, όλα μαζί αν πάλι χαθούν, τότε τίποτα στ' αλήθεια δε θα 'χει πάει χαμένο. Δρόμοι χρυσοστόλιστοι, φωνές που δεν έχετε σιγήσει, παιδιά που ακόμα δεν έχετε μεγαλώσει, δείξτε μας εσείς το φως και ας είναι λίγοι όσοι ακολουθήσουν. Παιγμένες νότες, χαμένες μουσικές, άδεια τραπέζια κλείστε το φως και ονειρευτείτε και εσείς την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου. Θλιμμένα ηλιοβασιλέματα, ταξίδια σε χώρες αλαργινές ερωτευτείτε και εσείς επάνω σε φεγγάρια. Ξύλα, πέτρες και γυαλιά κάντε και εσείς το θαύμα σας και κατευθύνετε τα μόρια των ιδεών μας στις δημιουργίες του μέλλοντος. Όλα και τίποτα συνάμα δημιουργήστε αυτό που λείπει από τις ζωές των ανθρώπων. Ξαναφτιάξτε εικόνες σιωπηλές και βρείτε την άκρη του λαβυρίνθου. Τότε και μόνο τότε, όλοι εμείς που είδαμε το φεγγάρι να μη στέκεται στο ύψος του τη νύχτα, όλοι εμείς που είδαμε πως ο ήλιος δείλιασε, όλοι εμείς που ακούσαμε τη βροχή χωρίς να βρέχει, όλοι εμείς θα αρχίσουμε το χτίσιμο μέχρι την επόμενη καταστροφή, μέχρι όλα να γίνουν πάλι τα ίδια και να βρεθούν άλλοι που θα δημιουργήσουν ξανά τα θεμέλια ενός νέου κόσμου.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Έρωτας στο φεγγάρι

Μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, το φεγγάρι άκουσε δυο ψιθύρους πάνω στη γη. Ήταν τα λόγια δυο ερωτευμένων που σκόρπιζαν αιώνιους όρκους, στην απεραντοσύνη των υπάρξεων τους. Το φεγγάρι χαμήλωσε να ακούσει πιο καθαρά για να μπορέσει να κλέψει κάτι πρωτότυπο ώστε να το πει στην αιώνια ερωμένη του, τη Γη. Το ερωτευμένο ζευγάρι δεν κατάλαβε στην αρχή τη διαφορά. Νόμιζε πως απλά φωτιζόταν περισσότερο ο κόσμος από τον έρωτα τους. Μα ξάφνου, το κορίτσι είδε πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα ένα φως να ασημοστολίζει τα μαλλιά του αγαπημένου της. Και τότε τρόμαξε και ζήτησε από το αγόρι να κοιτάξει τι υπάρχει έξω από το παράθυρο. Έτσι εκείνος, δειλά -δειλά άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και βγήκε έξω. Στην αρχή τυφλώθηκε από τη λάμψη του φεγγαριού και δεν κατάλαβε από που προερχόταν τόσο φως. Όταν τα μάτια του συνήθισαν έμεινε έκπληκτος να κοιτάει το φεγγάρι. Στην αρχή τρόμαξε λίγο, στη συνέχεια όμως έμεινε αποσβολωμένος με τα μάτια καρφωμένα στο υπέροχο θέαμα. Το κορίτσι που τόση ώρα βρισκόταν πίσω από το παράθυρο ανησύχησε για τον αγαπημένο της και αποφάσισε να βγει και εκείνο έξω για να δει τι συμβαίνει. Μόλις είδε το ονειρικό σκηνικό, έπεσε στην αγκαλιά του αγαπημένου της και έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Εκείνος τη σήκωσε στα χέρια του και την έβαλε να καθίσει στην κουπαστή του φεγγαριού. Ύστερα κάθισε και εκείνος και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Πόση ώρα πέρασε έτσι, οι δύο ερωτευμένοι δεν το κατάλαβαν. Σιγά σιγά ένιωθαν τα σώματα τους να αιωρούνται, τις υπάρξεις τους να χάνουν την υλική τους υπόσταση και να χάνονται στο πέρασμα του χρόνου. Πλέον είχαν εξαφανιστεί, ήταν μονάχα δύο κόκκοι άμμου, δύο μικρές κουκκίδες μέσα στην απεραντοσύνη. Δύο μονάχα στιγμές, αγκιστρωμένες στο πέρασμα του χρόνου. Το φεγγάρι που τόση ώρα αμίλητο έβλεπε τους δύο ερωτευμένους, δάκρυσε. Θυμήθηκε τον δικό του έρωτα για τη Γη και το πως ήταν καταδικασμένο να μην μπορεί να την αγγίξει ποτέ. Σιγά σιγά έπρεπε να γυρίσει στη θέση του και να μοιραστεί την αγαπημένη του με τον άλλο της εραστή, τον ήλιο. Έτσι σάλεψε λίγο για να δώσει στους δυο ερωτευμένους να καταλάβουν πως ήταν η ώρα του να φύγει. Εκείνοι όμως δεν κινήθηκαν. Είχαν πλέον περάσει από τον υλικό κόσμο στην άυλη υπόσταση τους, είχαν χάσει τις σωματικές τους αισθήσεις, είχαν αφεθεί στην ονειρική ύπαρξη του έρωτα. Τότε το φεγγάρι κατάλαβε. Οι δύο ερωτευμένοι δεν θα έφευγαν ποτέ από πάνω του. Κι έτσι ξεκίνησε το μακρινό του ταξίδι, την δύσκολη ανάβαση προς τον ουρανό. Το ζευγάρι θα ερχόταν μαζί του. Και έτσι δεν θα χωρίζονταν ποτέ. Και έτσι θα ζούσαν αιώνια τον έρωτα τους μέχρι εκείνο να καταφέρει κάποτε να σμίξει για πάντα με την δική του αγάπη αφήνοντας και αυτό το σημάδι του, τη μια του στιγμή στο πέρασμα του χρόνου.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Φερνάντα Λίμα και Μαντέλα

Από τη Μαύρη Ήπειρο ξεκίνησαν οι σκλάβοι κι άποικοι Πορτογάλοι βρήκαν τη Νέα Γη. Δύο απόγονοι αυτών κι οι δύο ζωντανοί, μιας και ο Μαντέλα ποτέ δε θα πεθάνει, γεμίσαν τις οθόνες σας και άφησαν για λίγες μέρες το στίγμα τους στη δική σας μίζερη και αστική ζωή. Ποιος είναι ο Μαντέλα θα ρωτήσουν αρκετοί μιας και τη Φερνάντα την έμαθαν όλοι. Αυτό που όμως δε γνώρισες μικρέ μου όμορφε αστέ είναι το παρασκήνιο. Το θαμμένο πίσω από την κουρτίνα όνειρο. Τις εξεγέρσεις, τα αναμμένα μπουκάλια και την τυφλή βία. Πόσοι νεκροί, πόσοι ζωντανοί-νεκροί στη χώρα του καφέ, για να γιορτάσουμε όλοι μας στη μεγάλη καλοκαιρινή γιορτή των χορηγών. Πόσοι φτωχοί ξεσπιτώθηκαν και πόσους ανώνυμους θα βρεις σήμερα -ως άλλους Μαντέλα - να σαπίζουν σε κάποια φυλακή. Οι δύο εικόνες ενός κόσμου που καταρρέει. Τα νιάτα, η ομορφιά και η ψευδαίσθηση της, με τον αγώνα για τη λευτεριά και όσα αυτή προσδίδει. Και τώρα όλοι οι τρανοί αφού γιορτάσαν και γεμίσαν τα παραφουσκωμένα στομάχια τους θα βρεθούν στο νοτιότερο άκρο της Αφρικής για να αποτίσουν το φόρο τιμής σε κάποιον που δε νοιάστηκε παρά μονάχα γι' αυτό που όλοι εκείνοι είναι οι κύριοι εχθροί. Την Ελευθερία. Το ύψιστο για κάποιους ιδανικό, αυτό που αξίζει να πεθαίνει και να ζει κανείς γι' αυτό. Λοιπόν αγαπητέ μικροαστέ, η απάντηση είναι όχι. Δε θα σου ανοίξει κανείς τα μάτια προκειμένου να μάθεις το όνομα του Μαντέλα. Εξάλλου είναι και ολίγον τι περίεργο. Άκουσε εκεί Μαντέλα! Σίγουρα το Φερνάντα θα ακούγεται πιο όμορφα στ' αυτιά σου. Μάθε όμως αυτό το τελευταίο. Για κάθε μία από τις εκατομμύρια Φερνάντες που υπάρχουν, εμφανίζονται στον κόσμο λίγοι Μαντέλα. Μπορεί να είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Μπορεί να βρίσκονται ένας ή δύο κάθε πενήντα ή εκατό χρόνια. Ποτέ όμως την ιστορία δεν την άλλαξε η όποια Φερνάντα. Την ιστορία την άλλαζαν πάντα οι διάφοροι Μαντέλα.

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Χίμαιρες

Μπροστά στις άσβεστες φωτιές, χίμαιρες κυνηγάς. Όνειρα που το παρελθόν σου γέμισαν αποφάσισες να πράξεις. Κυνήγησες για χρόνια άπιαστους χρησμούς και έψαξες στο παρελθόν τα χρόνια σου να σβήσεις. Όμως να που σήμερα έρχονται οι μέρες. Αυτές οι μέρες οι θαυμαστές που αρχαίων χρόνων μάντες προέβλεψαν ότι θα συμβούν. Όμως που πάς; Που ξεστρατίζεις; Ποιος σου είπε πως μπορείς να τολμάς ν' αλλάξεις το ριζικό σου; Πάλι τις χίμαιρες σου κυνηγάς για να τις εξοντώσεις;  Όρκοι παρελθοντικοί και βροχερές ημέρες, με τον αέρα που λυσσομανά βρίσκεις χρόνια σμπαραλιασμένα σε πλατείες, δρόμους και σε προσόψεις παλιών σπιτιών. Τι γύρεψες; Αφού όσα είχες ποτέ δε σου έφταναν. Τι γυρεύεις; Αφού όσα θα βρεις δε ξέρεις αν θα σου φτάσουν. Στα όνειρα που πίστεψες πως τον κόσμο σου θ' αλλάξουν πάλι έδωσες όρκο. Σκέφτηκες, αποφάσισες, ξανασκέφτηκες και έκανες πίσω. Γιατί; Γιατί δεν τόλμησες σε ρωτούν οι φιγούρες που έρχονται από το παρελθόν σου. Αποφάσισες να ξαναξεκινήσεις. Τις χίμαιρες του παρελθόντος πίσω σου να αφήσεις. Να πάρεις τους δρόμους τους χρυσοκεντημένους και πάλι να κυνηγήσεις τα όνειρα της ζωής σου. Όμως αυτά δεν είναι χίμαιρες. Είναι η ζωή σου. Κι όσο κι αν άργησες να το καταλάβεις, εσύ είσαι αυτός που την ορίζει. Όσο κι αν αφέθηκες στα μονοπάτια της μοίρας κατάλαβες πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Πως όλα εσύ τα δημιουργείς και όλα εσύ είσαι που τα διαλύεις. Πρόσωπα γνώριμα μιλούν για τις ζωές τους. Ευλαβικά ακούς τα χρόνια που περάσαν να σιγοψιθυρίζουν στο μυαλό σου. Και αναρωτιέσαι ποιος είσαι και που πας; Ποιο ειν' το νόημα σου; Είναι τα ψηλά βουνά που συγκρατούν τον ήλιο; Είναι οι θάλασσες οι πολυθρύλητες που ραγίζουν την ψυχή σου; Είναι ο δύσκολος, ο δυσκολότερος και δύσβατος τούτος δρόμος; Δεν ήξερες. Δεν ξέρεις. Θέλησες και θες να μάθεις. Κι αν τρομάζεις, κι αν φοβάσαι μάθε μονάχα τούτο. Πως αυτός ο δύσβατος είναι του ανθρώπου ο δρόμος. Πάντοτε όνειρα να κυνηγάς, αλλιώς έχεις πεθάνει. Κι όσο για τις χίμαιρες; Αλήθεια που χάθηκαν αυτές; Μα αυτές τις κυνηγούν όσοι ήδη έχουν πεθάνει. Εσύ τα όνειρα σου κυνηγάς κι ορίζεις τη ζωή σου.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Ασπρόμαυρη μέρα

"Καριόληδες" μονολόγησε ο Κ. και έφτυσε στο μαντήλι του. Τα γεμάτα καρκινικά κύτταρα πνευμόνια του δεν τον είχαν προδώσει ακόμα. Αφού εξέτασε το χρώμα του σάλιου του, πέταξε το μαντήλι στα σκουπίδια. Στην τηλεόραση έπαιζε μια λειτουργία σε κάποια εκκλησία της χώρας. Όσο παρακολουθούσε θολωμένος ακόμα από το πιοτό, εξέταζε τις κοιλιές των παπάδων. "Ο ένας πιο χοντρός από τον άλλο είναι οι μπινέδες" σκέφτηκε και συνέχισε, "πόσο χρήμα, πόσο φαί έχουν μέσα τους αυτές οι κοιλιές στο όνομα μιας δήθεν μεταθανάτιας ελπίδας". Μία έξαρση του βήχα του δεν τον άφησε να προχωρήσει τη σκέψη του. Μέσα του όμως η απόφαση είχε ήδη παρθεί. Σηκώθηκε απ΄ τον καναπέ και με βαριά βήματα κατευθύνθηκε προς το ντουλάπι με τα ποτά. Το άνοιξε και επιθεώρησε την κατάσταση. Με λίγη οικονομία θα τον έβγαζαν μέχρι την επόμενη δόση από το ταμείο ανεργίας. Δεν είχε να πληρώσει το νοίκι του βέβαια, αλλά ποιος νοιαζόταν; Θα είχε αλκοόλ. Μετά τη διάγνωση του καρκίνου του και αφού γρονθοκόπησε το γιατρό που του το ανακοίνωσε προκειμένου να ξεσπάσει, αποφάσισε να χαρεί τη ζωή του. Και ποια μεγαλύτερη χαρά, σκεφτόταν, από το να πίνει από το πρωί μέχρι το βράδυ;

Με τη σκέψη του ακόμα στο πως θα μοίραζε τις ποσότητες του αλκοόλ μέχρι το τέλος του μήνα, βγήκε από το σπίτι. Κατευθύνθηκε προς την εκκλησία της γειτονιάς του και κάθισε στο παγκάκι έξω από την είσοδο της. Με το βλέμμα του να παρατηρεί τους περαστικούς άνοιξε την μπύρα που είχε αγοράσει από το περίπτερο και την ήπιε μονορούφι. Τότε ένας ρασοφόρος βγήκε από την εκκλησία και κατευθύνθηκε προς μια παρκαρισμένη Mercedes κάμπριο. Άνοιξε την πόρτα πήρε μια βαλίτσα παραφουσκωμένη ποιος ξέρει με τι και ξαναγύρισε στην εκκλησία. Τα μάτια του Κ. άστραψαν. Περίμενε στο σημείο που βρισκόταν ώσπου η λειτουργία τελείωσε. Τότε τον ξανάδε. Κατευθυνόταν πάλι προς τη Mercedes με την ίδια βαλίτσα στα χέρια του. Ο Κ. τον πλησίασε.
"Πάτερ, την ευχή σας" του είπε. Ο παπάς έτεινε το χέρι του και περίμενε από τον Κ. να του το φιλήσει. Με μια αηδία, ανάμεικτη με τάση για εμετό ο Κ. ακούμπησε τα χείλη του στο ρυτιδιασμένο χέρι.
"Συγγνώμη πάτερ, αλλά χάλασε το αυτοκίνητο μου. Μπορείτε, αν δεν σας είναι κόπος, να με αφήσετε λίγο πιο κάτω;" Ο παπάς αφού αμφιταλαντεύτηκε λίγο, δέχτηκε. Εξάλλου τα μάτια των πιστών τον παρακολουθούσαν και μόλις τους είχε κάνει κήρυγμα για τη βοήθεια στους άπορους και τους αναξιοπαθούντες. Ο Κ. τον οδήγησε μέσα από διάφορα στενά λέγοντας του το δρομολόγιο. Σε ένα σημείο όπου ο δρόμος γινόταν πιο ερημικός ο παπάς ρώτησε αν φτάνουνε στον προορισμό τους.
"Μην ανησυχείς πάτερ, στο τέρμα του δρόμου θα με αφήσεις" αποκρίθηκε ο Κ.
Στο σημείο που σταμάτησαν δεν υπήρχε κανείς. Ο παπάς άπλωσε το χέρι του στον Κ. προκειμένου να του το φιλήσει. Τότε εκείνος τράβηξε το στιλέτο που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του για τις δύσκολες στιγμές και το έμπηξε με δύναμη στην κοιλιά του παπά χαράζοντας μια ευθεία γραμμή. Το αίμα πότισε το κάθισμα και η κραυγή του ιερέα έσκισε τον αέρα. Ο Κ. πήρε τη βαλίτσα που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα και αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο, άνοιξε ατάραχος την πόρτα του αυτοκινήτου.

Πριν βγει έριξε μια τελευταία ματιά στον ξεκοιλιασμένο παπά. "Στο διάολο τραγόπαπα" μονολόγησε και έκλεισε την πόρτα. Με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς τον κεντρικό δρόμο. Για καλή του τύχη μόλις έφτανε το λεωφορείο. Μπήκε μέσα και κατέβηκε στην κοντινότερη στάση για το σπίτι του. Όταν έφτασε εκεί, έβαλε ένα γεμάτο ποτήρι κρασί και κάθισε να το απολαύσει κοιτώντας την βαλίτσα. "Η θεία κοινωνία" σκέφτηκε μειδιάζοντας. Τότε αποφάσισε να ανοίξει τη βαλίτσα. Ήταν γεμάτη με χαρτιά και διάφορα βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου. Αφού την έψαξε καλά βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε ούτε ένα χαρτονόμισμα μέσα της. "Καριόληδες" σκέφτηκε πάλι. Όταν τελείωσε το κρασί του, αναλογίστηκε την κατάσταση. "Τζίφος. Δεν είχε φράγκο μέσα ο γαμημένος". Ο βήχας ξανάρθε κόβοντας του την ανάσα. "Ας είναι. Ένας καριόλης λιγότερος" σκέφτηκε και ξαναγέμισε το ποτήρι του με κρασί.

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Μια καθημερινή ιστορία

Άνοιξε τα μάτια του με δυσκολία. Το κεφάλι του βούιζε ακόμα από το χθεσινοβραδινό μεθύσι. Σηκώθηκε από το κρεββάτι και στάθηκε λίγο καθιστός κοιτώντας το πάτωμα. Στο έπιπλο δίπλα του βρισκόταν το πακέτο με τα τσιγάρα του. Πήρε ένα και το άναψε. Έπειτα σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Αφού κατούρησε, ξέρασε μέσα στη λεκάνη. Για λίγη ώρα έμεινε εκεί να κοιτάει το θέαμα. Έπειτα τράβηξε το καζανάκι. Στάθηκε λίγο μπροστά στον καθρέφτη. Το αξύριστο πρόσωπο του με τα πρησμένα μάτια σαν κάτι να ήθελε να του πει. Έφτυσε δυνατά γεμίζοντας σάλια το γυαλί μπροστά του. Τράβηξε την κουρτίνα και είδε μια ηλιόλουστη μέρα. "Σκατόκαιρος", σκέφτηκε. Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. Βρήκε ένα μπουκάλι μπύρας και το άνοιξε. Το ήπιε μονορούφι. Η αλήθεια ήταν πως δίψαγε πολύ. Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Το μάτι του έπεσε στη βιβλιοθήκη. Δίπλα από τα βιβλία του Μπουκόφσκι υπήρχε ένα μισογεμάτο μπουκάλι ουίσκι. Δηλαδή μισογεμάτο το έβλεπε αυτός. Το πήρε και έβαλε μια γενναία ποσότητα σε ένα ποτήρι με πάγο. Ήπιε το πρώτο ποτήρι και γέμισε και δεύτερο. Κάπου εκεί χτύπησε το τηλέφωνο.
-"Μωρό μου, τι κάνεις", ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
-"Κάθομαι και μπεκρουλιάζω πάλι", της είπε.
-"Σου είπα ότι δεν πρέπει να πίνεις από το πρωί"
-"Να πας να γαμηθείς και εσύ και οι συμβουλές σου", της απάντησε ουρλιάζοντας και έκλεισε το τηλέφωνο με δύναμη.
Προσπαθούσε να σκεφτεί τι είχε συμβεί την προηγούμενη νύχτα. Είχε βγει και είχε πάει στον "Κόκκινο κύκνο" στο μπαρ που πάντα έπινε βότκα. Έτσι ξεχώριζε τα μπαρ εκείνος. Σε αυτό βότκα, στο άλλο ουίσκι, στο πιο κάτω μπύρες. Στον "Κύκνο" λοιπόν έπινε πάντα βότκα. Μόνο που χτες κάτι είχε αλλάξει. Μετά το τέταρτο ποτό τον πλησίασε μια γυναίκα. "Καλοδιατηρημένη για την ηλικία της", σκέφτηκε.
-"Θα με κεράσεις ένα ουίσκι;" του είπε.
-"Εδώ πίνουμε πάντα βότκα", της αποκρίθηκε εκείνος.
-"Εγώ θέλω ουίσκι", του είπε εκείνη. "Και αν πιεις και εσύ μαζί μου τότε μετά αν θες πάμε σπίτι μου".
-"Εντάξει", συμφώνησε εκείνος. "Όμως δε θα πάμε σπίτι σου, θα πάμε στις τουαλέτες".
-"Έγινε", είπε εκείνη. "Φέρε το ουίσκι τώρα".
Πλησίασε τον μπάρμαν και του είπε ότι θέλει δύο ουίσκι. Ο μπάρμαν αφού τον κοίταξε σαν να ήταν εξωτικό πουλί του έβαλε χωρίς να πει κουβέντα. Αφού πλήρωσε πήγε και ξαναέκατσε στη θέση του. Η γυναίκα ήπιε το ποτό της μονορούφι. Φαινόταν ότι δεν ήταν το πρώτο ποτό της βραδιάς για εκείνη. Ούτε και για εκείνον άλλωστε. Έπειτα κατέβηκαν και οι δύο στην τουαλέτα. Εκείνος την γύρισε βίαια προς τον τοίχο και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Η γυναίκα βαριανάσαινε. Τότε τράβηξε το μαχαίρι του και της χάραξε το λαιμό. Το αίμα άρχισε να τρέχει ρυάκι. Το άψυχο σώμα της γυναίκας έπεσε πάνω στη λεκάνη.
"Αφού στο είπα, εδώ πίνουμε πάντα βότκα", μονολόγησε εκείνος. Έπειτα άνοιξε την πόρτα της τουαλέτας και βγήκε έξω. Αφού έπλυνε τα χέρια του, έφυγε από το μπαρ και πήγε σπίτι του.
Ξαφνικά το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, διακόπτοντας τη σκέψη του.
-"Ναι";
-"Γεια σου μωρό μου πάλι εγώ είμαι. Ακόμα πίνεις";
"Τι διάολο", σκέφτηκε εκείνος. Η φωνή της έμοιαζε πολύ με τη φωνή της γυναίκας στο μπαρ.
-"Ποια στο διάολο είσαι;" ούρλιαξε εκείνος.
-"Η Σ. από χτες στο μπαρ", του αποκρίθηκε η γυναίκα.
Εκείνος πάγωσε. Πώς μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Αφού θυμόταν ξεκάθαρα τι είχε συμβεί.
-"Τι θέλεις;" , ρώτησε τραυλίζοντας.
-"Να σε ενημερώσω πως εγώ πίνω πάντα ουίσκι. Ποτέ βότκα" του είπε εκείνη.
-"Στον "Κόκκινο Κύκνο" όμως, εγώ πίνω πάντα βότκα", της απάντησε εκείνος και έκλεισε το τηλέφωνο. 

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Βροχή

Άνοιξα τα μάτια μου ακούγοντας το ράπισμα του νερού πάνω στα τζάμια. Ο αέρας έφερνε τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, ταξιδεύοντας το νου και την καρδιά σε άλλα μέρη, σε άλλες εποχές. Τα δειλινά της Κυριακής κρύβουν πάντα μέσα τους λίγη μελαγχολία. Η καθαρή δύναμη του υγρού στοιχείου, άφησε τα σημάδια της στο πέρασμα του χρόνου. Σιγά - σιγά λείανε τις ψυχές μας και απάλυνε τον πόνο από τα σωθικά μας. Μιλήσαμε για αίμα και κανείς δεν άκουσε. Σε ένα κόσμο κουφών τι νόημα έχει να φωνάζεις; Τα μουσκεμένα περβάζια και το ποτισμένο φαγωμένο ξύλο του παλιού παραθύρου στέκουν ακόμα εκεί ασάλευτα καθώς πολύχρωμες πεταλούδες ζουν τη μια στιγμή τους. Ολόγιομα φεγγάρια ανατέλλουν στους ουρανούς της δόξας. Κάπου εκεί κρυμμένα, θαμμένα κάτω από τα σκουπίδια που έφεραν μαζί τους τα νερά, βρίσκονται τα όνειρα μας. Λες να 'ναι πάντα βροχερά της Κυριακής τα δειλινά; Από το στενό σοκάκι της γειτονιάς, στα σπίτια των φτωχών ανθρώπων ακούγονται ξανά οι μελωδίες του παρελθόντος. Μυρίζει βροχή. Μυρίζει καταιγίδα. Παραφουσκωμένα λερωμένα μαξιλάρια τα σύννεφα και η ψευδαίσθηση ότι μπορείς να σταθείς επάνω τους. Και το νερό σε παρασέρνει. Διαλύοντας τις σκέψεις σου, διαλύοντας το νου σου. Μικρές στάλες ξαναρχίζουν να μαστιγώνουν το πρόσωπο σου. Απολαμβάνεις. Ζεις. Αναπνέεις. Απλές συνήθειες της καθημερινότητας σου. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Στα καταπράσινα λιβάδια της σκέψης πλημμυρίζουν τα όνειρα σου. Στο τέλος το νερό φτάνει μέχρι το λαιμό σου. Και ανεβαίνει. Κλείνει το στόμα σου και καλύπτει τη μύτη σου. Λίγο ακόμα σκέφτεσαι. Λίγο ακόμα. Κρατάς την τελευταία σου αναπνοή και εκπνέεις αργά. Δευτερόλεπτα. Και τότε γίνεται το θαύμα. Το νερό κατεβαίνει. Αργά αλλά σταθερά. Τώρα βρίσκεται στο στήθος σου. Σε λίγο στην κοιλιά σου. Πλέον έφτασε στα γόνατα σου. Και ξαφνικά ένας θαμπός ήλιος ξεπροβάλει. Και τα χρώματα της ίριδας ζωγραφίζουν στα μάτια σου το ουράνιο τόξο. Γιατί πάντα το ξέρεις πως έτσι γίνεται στο τέλος. Πως πρέπει πρώτα να περάσει η καταιγίδα για να δεις στο τέλος το ουράνιο τόξο. Έζησες και σήμερα. Για την ακρίβεια επέζησες. Μέχρι την επόμενη φορά. Μέχρι την επόμενη μάχη. Ώσπου στο τέλος να έρθει ξανά η βροχή. Και όσο κι αν βολεύτηκες, κι όσο κι αν δε θες, θα αναγκαστείς πάλι να παλέψεις. Και στο τέλος να συνηθίσεις. Να αγαπήσεις τη βροχή. Όπως κι εγώ. Όπως κι εσύ.