Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Απόδραση

Αυτό που από μέσα μου βγαίνει
κι είναι το μόνο που μένει
μέσα από χρόνια καταπίεσης
στην ψυχή μου κλεισμένη

Η ελευθερία μου
κι η αμαρτία μου
πως όσα έκανα εγώ
έκρυβαν την ουσία μου

Γιατί στ' αλήθεια δεν ήμουν εγώ
και ποτέ μου δεν το'χα σκοπό
βαθιά κρυμμένα να κρατώ τα συναισθήματα μου
και να σκοτώνω συνεχώς τα θλιμμένα όνειρα μου

Μα τ' αποφάσισα
και μέσα μου άλλαξα
κι είπα στον κόσμο γύρω μου να πάει να γαμηθεί
και στ' όνειρο να ζήσει πριν προλάβει να χαθεί

Γιατί η ουσία μου
και η θυσία μου
είναι να ζήσω όσα είναι τα γραμμένα μου
και ας κρίνουν οι άλλοι μονάχα τα κρυμμένα μου

Μ' αυτοί δεν ξέρουνε
δεν υποφέρουνε
δεν κυνηγήσαν τη μια τους στιγμή
γιατί απλά ήταν πολύ λίγοι και μικροί

Γι' αυτό στ' αρχίδια μου και για τις γνώμες σας
μα πιο πολύ και για τις ψεύτικες συγγνώμες σας,
αυτά που έμαθα δεν τα ξεχνάω
και να ξέρετε κουφάλες πως δεν τα παρατάω

Στην κοινωνία σας θα είμαι παράταιρος
μέχρι ν' ανθίσει ο κόσμος ολάκερος
και η συνέχεια θα είναι άλλη
θα είναι σίγουρα αληθινή, θα είναι πιο μεγάλη

Όσο για τα όνειρα;
Είναι δικά μου!
Και συγχωρούν ακόμη
τα παραστρατήματα μου

Έτσι μονάχος μου θα πορευτώ
χωρίς ν' ακούσω λέξη από κανένα
στον εαυτό μου μοναχά λογοδοτώ
μα πίστεψε με νοιάζομαι το ίδιο και για σένα

Κι όταν ο ήλιος πάλι θα γυρίσει
κι η πλάση ολόκληρη θα έχει αναστηθεί
έν' άλλο όνειρο θα έρθει για να ζήσει
ξεφεύγοντας κι αυτό απ' τη δικιά του φυλακή.

*Ευχαριστώ τον φίλο jorje για την εκπληκτική φωτογραφία. Περισσότερη δουλειά του μπορεί κανείς να βρει στο jorje.org

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Οπτική γωνία

Καθισμένος στο παράθυρο του αεροπλάνου, φεύγοντας από το Παρίσι και επιστρέφοντας στη γενέθλια γη, ανάμεσα σε δεκάδες άλλους αγνώστους αναλογιζόμουν τη ζωή μου. Το πέπλο των συννέφων κάλυπτε την Πόλη του Φωτός και η νύχτα βρισκόταν λίγες ώρες μακριά. Η μουσική που η κυρία του διπλανού καθίσματος άκουγε, έφτανε σαν ηχώ στα αυτιά μου. Άλλη μια υπαρξιακή αναζήτηση με κυρίευσε. Από που έρχομαι και που πηγαίνω στα αλήθεια; Σίγουρα ο τελικός προορισμός δεν είναι η Αθήνα. Τουλάχιστον όχι νοητά.  Σωματικά μπορεί. Όμως όσο ταξιδεύει ο νους, τόσο παραμένεις νέος. Και εμένα δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου να γεράσω. Αν όχι όμως στη γενέτειρα τότε που; Ποιος θα διαλέξει τον προορισμό μου; Κάπου εκεί το μάτι μου καρφώθηκε στον χάρτη της διαδρομής μας. Ξεκινώντας με τη μικρογραφία του Παρισιού, ο χάρτης ολοένα και μεγάλωνε δείχνοντας τη Γαλλία, στη συνέχεια την Ευρώπη και τέλος ολάκερη την υδρόγειο. "Μπροστά στο χρόνο είμαστε όλοι πολύ μικροί, μπροστά στο θάνατο είμαστε όλοι τόσο λίγοι"  ήταν οι πρώτες σκέψεις. Στη συνέχεια ξεκαθαρίστηκε μέσα μου η οπτική γωνία των πραγμάτων. Αν για παράδειγμα βρεθείς σε ένα καταπράσινο λιβάδι την άνοιξη και καθίσει πάνω στο χέρι σου μια πασχαλίτσα τότε αντιλαμβάνεσαι το πραγματικό της μέγεθος. Αν η πασχαλίτσα στη συνέχεια πετάξει στην άλλη άκρη του λιβαδιού, πιθανότατα να μην μπορείς καν να την διακρίνεις. Επομένως όλα εξαρτώνται από τη δική μας οπτική γωνία. Από το πως βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε εμείς τα πράγματα. Επειδή όμως πάντα το παρατηρούμενο αντικείμενο δεν είναι ξεχωριστό από τον παρατηρητή αλλά υπάρχει μια αλληλεπίδραση, πρέπει να γνωρίζουμε και που βρισκόμαστε. Κοινώς επειδή η πασχαλίτσα χάθηκε από το οπτικό σου πεδίο, δε σημαίνει πως δεν υπάρχει και στον χώρο γύρω σου. Υπό αυτό το πρίσμα, όλα είναι αλληλένδετα. Και σε αυτό ακριβώς το γεγονός βρίσκεται και όλη η μαγεία. Το που θα βρεθώ αργότερα εξαρτάται κυρίως από εμένα. Κυρίως αλλά και όχι μόνο από εμένα. Γιατί την ίδια στιγμή μπορεί κάποιος άλλος που ταξιδεύει, που κοιμάται, που δουλεύει, να χαράζει το δικό του δρόμο ο οποίος τελικά θα συναντηθεί με τον δικό μου. Και από αυτή τη συνάντηση μπορεί να προκύψει κάτι που κανείς από τους δυο μας δεν θα είχε φανταστεί.
Το αεροπλάνο συνέχισε να πλέει νωχελικά στον ουρανό και η νύχτα είχε ήδη ρίξει το πέπλο της. Με τη συνειδητοποίηση ότι είμαστε πολύ μικροί και συνάμα πολύ μεγάλοι έκλεισα τα μάτια μου. Όταν τα άνοιξα ξανά, βρισκόμουν ήδη στην Αθήνα.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Ωμέγα

Στις στιγμές του εφικτού, προσμένω το ανέφικτο. Στις άδειες ώρες του μυαλού καρτερώ την παρουσία σου να γεμίσει τη ζωή μου. Βρίσκομαι πάλι εδώ και περιμένω. Περιμένω να φανείς στους άδειους δρόμους, στα υγρά σοκάκια με τη μυρωδιά της μούχλας να φτάνει στα ρουθούνια μου. Παρατηρώ την σήψη του κόσμου αυτού, την αποσύνθεση του. Ορίζω το μέλλον μου με αόριστους στόχους και σκοπούς. Με φωνάζεις μα δεν σε ακούω. Γυρνάω το κεφάλι και βλέπω ένα κενό, οραματίζομαι το σκοτάδι. Στις σκέψεις αυτές δεν βρίσκω αντίκρυσμα. Ψάχνω συνεχώς σε νέες πολιτείες να βρω τα χνάρια σου, μα όλα αυτά μοιάζουν με κόκκους άμμου μπλεγμένους στα ρούχα μου. Μια πόρνη στη γωνία του δρόμου με καλεί να βρεθώ μαζί της. Το αντίτιμο χαμηλό, το τίμημα υψηλό. Οι κόρνες των αυτοκινήτων δημιουργούν μια συνεχιζόμενη ηχώ μέσα στο κεφάλι μου. Τα φανάρια του δρόμου, όλα κόκκινα και πεζοί δεν υπάρχουν. Σαραβαλιασμένα αυτοκίνητα και λερωμένα πεζοδρόμια συνθέτουν το σκηνικό του έργου που παίζεται. Η είσοδος στη σκηνή είναι λαμπερή και οι αφίσες στους τοίχους παραμένουν μισοσκισμένες. Κάτω από τη μαρκίζα ονόματα αλλοτινών εποχών διαφημίζονται. Η λάμψη και η δόξα βρίσκεται αλλού πια. Έτσι όπως είχα μάθει δεν μπορώ να προχωρήσω. Πρέπει να συνηθίσω και εγώ και όλοι μας στα νέα δεδομένα. Μικρά ζωύφια σκαρφαλώνουν στο παράθυρο μου. Τα παρατηρώ και αναρωτιέμαι σε ποια μορφή της ζωής να ανήκουν; Διαβάζω προτάσεις και τις απορρίπτω. Βρίσκω λεωφόρους και διαλέγω τα μονοπάτια. Αφού έτσι έμαθα, έτσι μεγάλωσα. Καμβάδες με ολοζώντανα ηλιοτρόπια βρίσκονται μπροστά στα μάτια μου. Και πλέον είναι και ο ήλιος. Αυτός που τόσο καιρό κρυβόταν ξαφνικά με τυφλώνει. Αυτός που τόσο καιρό περίμενα και τώρα δεν τον θέλω. Στο σπίτι το αδειανό η ησυχία γεμίζει το κενό μου. Κάπου στο βάθος του διαδρόμου θα βρίσκεται η πόρτα του παραδείσου. Δεν την ανοίγω ακόμα. Προτιμώ να περιμένω. Και στην αναμονή μου αυτή, θα οραματιστώ κάτι καλύτερο, κάτι νέο, κάτι που θα γεμίζει την ψυχή μου.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Ορμήνιες

Εδώ μου έλαχε για να βρεθώ, τον ήλιο και τη θάλασσα μου είπαν να ξεχάσω και μέρη και ποτάμια μακρινά στου σύννεφου τη νύχτα να δω και να τ' αλλάξω. Εδώ που μου 'τυχε η μοίρα να με οδηγήσει και το παλιό γραμμόφωνο τη μουσική να παίζει, βρέθηκε η στιγμή που θα ορίσει όσα η ζωή μου μέχρι τώρα αποφεύγει. Εδώ στις βροχερές ημέρες σαν διαβάτης θα σταθώ και πάνω στις πλακόστρωτες πλατείες θα με δεις να τραγουδώ. Εδώ που χέρια υποσχέσεις αλλάξαν και όνειρα δέθηκαν με μια κλωστή, θυμάμαι ξαφνικά όσους με ξεχάσαν και θέλησαν ανταμοιβή. Μα εγώ εδώ που στέκομαι τον καιρό θα ορίσω και σκέψεις, δάκρυα, μουσικές πάλι θα προσδιορίσω. Κι αν οι αμόρφωτοι σηκώσανε κεφάλι και ξαφνικά την είδαν εξουσιαστές, ας μείνουν στη δικιά τους ζάλη και ας μπερδεύουν το αύριο με το χτες. Ποιος είμαι 'γω για να κατέβω από τα σύννεφα στη γη; Ποιος είμαι 'γω να ορμηνεύω όλα τα πως και τα γιατί; Η πένα το ξίφος πάντα θα νικάει όσο κι αν αλλάξουν οι καιροί όπως κι ο ήλιος πάντοτε θα βγαίνει μόνο από την Ανατολή. Κι αν νομίζεις πως είσαι εσύ ο ένας τότε κάθησε καλά,υπήρξαν κι άλλοι πριν από εσένα και ακόμα πιο πολλοί που θα 'ρθουνε μετά. Όσο για μένα μη σε νοιάζει και άσε με μονάχο μου εδώ. Για όλες τις όμορφες στιγμές που θα έρθουν έχω μάθει να καρτερώ. Και θα 'ναι πολλές και θα 'ναι τόσες, όσες οι θάλασσες της γης και όσα αστέρια και να πέσουν όνειρο μου εσύ, δε θα χαθείς.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Ο τελευταίος κάτοικος

Τα πρώτα λουλούδια άρχισαν να ανθίζουν καθώς η ηλιόλουστη ημέρα φώτιζε την πλάση. Στο μικρό αυτό χωριουδάκι της ελληνικής επαρχίας είχε απομείνει μόνο ένας κάτοικος. Οι χειμώνες που κουβαλούσε στην πλάτη του πρέπει να ξεπέρναγαν τους ογδόντα. Κουρασμένος από την προηγούμενη ημέρα όπου έσκαβε στον μικρό κήπο που είχε στην αυλή του, αποφάσισε να καθίσει και να ξεκουραστεί απολαμβάνοντας γουλιά γουλιά τον καφέ του. Το βλέμμα του πλανήθηκε στην θέα εμπρός του. Το μεγάλο βουνό ξεχώριζε με τον όγκο του και φάνταζε σαν γίγαντας στα θολωμένα του μάτια. Απέναντι του, το ερειπωμένο σπίτι του γείτονα έμενε με την πόρτα ανοιχτή να στέκει εκεί περιμένοντας λες κάποιον επισκέπτη να του δώσει πάλι ζωή. Ο τελευταίος κάτοικος του μικρού αυτού χωριού είχε μια μεγάλη ιστορία πίσω του. Μια ιστορία που κανείς δεν έμαθε ποτέ και ίσως και κανείς να μη μάθει. Ιστορία γεμάτη με πόνο, αλλά και αρκετή χαρά, με πολύ αγάπη αλλά και λίγο μίσος. Ξεκίνησε φτωχός τη ζωή του, κατάφερε αρκετά, γέμισε δόξα και χρήμα και όμως να που τώρα στο βασίλεμα του ήλιου, το μόνο που ζητά δεν είναι τα πλούτη του, δεν είναι τα υλικά αγαθά που κάποτε κατείχε, αλλά να του δώσει το ριζικό του να αντέξει περισσότερο για να μπορεί να απολαμβάνει τις ηλιόλουστες ημέρες και τα λουλούδια που ανθίζουν.  Ό,τι θα ήθελε ποτέ να έχει άνθρωπος το είχε αποκτήσει. Συνάμα όμως είχε χάσει και το σημαντικότερο, αυτό που όλοι αποζητούν αλλά ελάχιστοι καταφέρνουν να έχουν. Το τι είναι αυτό το κάτι, δε μπορώ να σας το πώ. Αυτό θα το βρείτε μόνοι σας. Σημασία έχει ότι από τότε που το έχασε αποφάσισε να αλλάξει και τον τρόπο που ζούσε μέχρι τότε. Χάρισε όλα του τα υπάρχοντα και κράτησε μόνο τα απαραίτητα για να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη γενέθλια γη. Στο χωριό που έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σιγά σιγά όμως οι περισσότεροι κάτοικοι είτε έφυγαν για άλλες πολιτείες, είτε πήραν το δρόμο του μεγάλου ταξιδιού. Και έτσι έμεινε εκείνος ο τελευταίος κάτοικος του χωριού. Να όμως που την προηγούμενη ημέρα, την ώρα που φρόντιζε τον κήπο του, αποφάσισε να κοιμηθεί για λίγο. Και κάπου εκεί, μη μπορώντας να ξεχωρίσει αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα ξαναβρήκε αυτό που ήταν το σημαντικότερο για εκείνον στη ζωή του. Και η καρδιά του χόρεψε από χαρά και η ψυχή του γέμισε ζωντάνια. Και τότε θυμήθηκε τον διάλογο που κάποτε είχε διδαχτεί:

-"Μα σαν κι εσένα άνθρωπος δεν βρέθηκε Αχιλλέα που να ‘ναι τρισμακάριστος κι ούτε ποτέ θα γίνει, αφού όταν ζούσες σαν θεό τιμούσαμ’ οι Αργίτες και τώρα στους νεκρούς νεκρός λαμπρά εξουσιάζεις. Γι’ αυτό Αχιλλέα μην πονάς πως είσαι πεθαμένος".

-"Μη μου παρηγορείς το θάνατο, λαμπρέ Οδυσσέα. Καλύτερα δούλος πάνω στη γη σε αφέντη ακτήμονα μικρής περιουσίας, παρά βασιλιάς σ’ όλους τους αφανισμένους νεκρούς".

Έτσι και εκείνος το μόνο που ζητούσε πια ήταν λίγη ζωή ακόμα. Λίγη ζωή για να μπορεί να ονειρεύεται -ή μήπως δεν ήταν όνειρο; - το νόημα της ζωής του. Ένας αναστεναγμός βγήκε από μέσα του και τα μάτια του βούρκωσαν. Μετακινήθηκε λίγο πιο δίπλα ώστε να λιάζεται καλύτερα στον ήλιο και συνέχισε να ρουφάει με αργές γουλιές τον καφέ του.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Στέκεσαι

Σκέφτεσαι και γυρνάς αποκοιμισμένος, σε ένα όνειρο που είσαι και εσύ χαμένος, γενετικά μεταλαγμένος, στημένος, χαρούμενος μαζί και θυμωμένος. Στέκεσαι και τ' όνειρο σου σβήνει και βρίσκεσαι να παλεύεις μέσα σου για λίγη γαλήνη, για λίγο φως που τη μιζέρια θα σβήσει και για εκείνο το τραγούδι που είχες κάποτε το ρυθμό του σφυρίξει. Στέκεσαι και είσαι ακίνητος φορώντας ασημένια πανοπλία και όνειρο απατηλό κάνεις να μοιάζει με κηδεία. Ατενίζεις το μέλλον, σάπιους ήχους ακούς και συνεχίζεις να πιστεύεις σε μικρούς διονύσιους θεούς. Στέκεσαι καμπουριασμένος, να υψώσεις ανάστημα διστάζεις, χρυσοφορεμένος και μαυροντυμένος τ'όνομα που σου είπαν συνεχίζεις να φωνάζεις. Μικρά σοκάκια γραφικά, λιθόστρωτα, μουχλιασμένα, ταξίδι φέρνουν σ' άλλες εποχές τα γνώριμα, τα ξένα. Λουλούδια ολάνθιστα και ζουμεροί καρποί, από το δέντρο τους φωνάζουν το νέκταρ τους για να γευθείς. Βρίσκεσαι ξάφνου αποκομμένος, ένας ντόπιος και ένας ξένος, με όρεξη μεγάλη για παιχνίδια κουρασμένος συνεχώς από τα ίδια και τα ίδια. Και χαμογελάς μα λυπημένο έχεις το βλέμμα καθώς γνωρίζεις ξαφνικά πως ίσως τ' όνειρο να είναι ψέμα. Δέχεσαι την κριτική χωρίς να το καταλαβαίνεις, μα από εκεί που δε γνωρίζουν τι άλλο έχεις να προσμένεις; Στέκεσαι λοιπόν και θες να ξεκινήσεις μα το δρόμο σου για να 'βρεις πρέπει πρώτα να τον ορίσεις. Και η εξ ορισμού βλακεία θα ήταν ασυγχώρητη, αν η δικιά σου αμαρτία δεν παρέμενε αμετανόητη. Στέκεσαι και σκέφτεσαι αποκοιμισμένος και το όνειρο σου σβήνει. Ατενίζεις το μέλλον με λυπημένο βλέμμα και σκέφτεσαι ξανά πως το δρόμο σου πρέπει πρώτα να ορίσεις.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Ερωτήματα

Τα φώτα άγνωστων πόλεων σε ταξιδεύουν στο κοντινό παρελθόν σου. Ποτάμια που κυλούν ήρεμα, νωχελικά, τραβούν την σκέψη σου σε άλλους τόπους γνώριμους. Μικρά νησιά που πέρασες κομμάτια της ψυχής σου και αντρώθηκες ξαφνικά μέσα σε λίγα λεπτά. Τα λάθη πολλά και μετρημένα ένα ένα. Καρφωμένα στον τοίχο του μυαλού, ταξιδεμένα, χιλιοπαιγμένα στην οθόνη της ζωής σου. Τώρα που όλα πια τελειώσαν αναρωτιέσαι αν είναι αργά. Αναρωτιέσαι ποιο το λάθος και ποιο το σωστό. Η βροχή πάλι πέφτει, χωρίς σταματημό και ας προσμένεις το καλοκαίρι που δειλοπροβάλλει στις μέρες τις καλές. Λαβύρινθος οι σκέψεις του μυαλού και διάδρομο να περάσεις δεν έχουν. Πρέπει να βρεις την άκρη, όμως η Αριάδνη δεν υπάρχει εδώ, ούτε και ο μίτος της. Το μέρος που θ' αράξεις τα κομμάτια που αποτελούν το είναι σου ακόμα δεν έχεις βρει. Και ο πανδαμάτορας χρόνος ανηφορίζει το βουνό. Σιγά σιγά θα βρεθείς στην άλλη πλευρά, στη μεριά που είναι η κατηφόρα και τότε πρέπει να έχεις προνοήσει, να μην κατρακυλήσεις ξαφνικά στην αρχή. Ακόμα δεν άγγιξες την κορυφή σου λες και ξαναλές, είναι όμως αυτή η αλήθεια; Ποιος μπορεί να το γνωρίζει και ποιος αλήθεια τη μοίρα σου ορίζει; Είσαι εσύ ή κάποιος άλλος αυτός που διαλέγει για εσένα; Είναι όλα όσα έκανες επιλογές σου ή μήπως κάποιος έχει υφάνει καλά ένα δρόμο για εσένα; Θα μάθεις άραγε ποτέ ή όχι; Χιλιάδες ερωτήματα κλωθογυρνούν και απάντηση δεν έχουν. Το μόνο σίγουρο πως αύριο πάλι μια νέα μέρα ξημερώνει μια μέρα που πάλι δεν ξέρεις τι θα φέρει, πού θα σε οδηγήσει και αν τελικά θα είναι αυτή που θα σε κατευθύνει στην κορυφή του βουνού σου, στην άκρη του δρόμου σου. Μέχρι τότε θ' αναρωτιέσαι αν τα ταξίδια σου, περιπλανώμενε Οδυσσέα, θα καταλήξουν κάπου ή αν όλα τελικά, όπως σοφά έγραψε ο μεγάλος Αλεξανδρινός, γίνονταν για το ταξίδι. Όπως και να έχει κερδισμένος θα 'σαι. Είτε την άκρη σου θα βρεις, τον προορισμό σου, είτε θα έχεις βιώσει το ταξίδι.