Ξύπνησε βρίσκοντας άδειο το κρεββάτι από τη μοναξιά του.
Του φάνηκε περίεργο γιατί την είχε συνηθίσει. Σε μια άλλη πραγματικότητα το κρεββάτι θα ήταν αυτό που θα ξυπνούσε αφήνοντας τον άνθρωπο στη μοναξιά της ύπαρξης του.
Ας είναι.
Ακόμα δεν άλλαξε ο κόσμος.
Ακόμα.
Εδώ και εκεί πουλιά τριγυρνούσαν ερωτοτροπώντας δειλά με το φως που αχνοφαινόταν μέσα από τα κλαδιά των δέντρων. Ποτέ δεν έμεναν στο ίδιο κλαδί, ποτέ δεν έμεναν πολύ.
Έτσι ζούσαν τη φύση τους.
Κι ας έχουν σε ένα μέρος μόνο τη φωλιά τους.
Ας επιστρέψουμε σ' εκείνον όμως.
Ποιος τον ξέρει;
Ποιος τον είδε;
Για ποιο κόσμο πλάστηκε;
Το μόνο που ξέρουμε γι αυτόν είναι το ξύπνημα του σ' ένα άδειο κρεββάτι
αφού η μοναξιά του επέλεξε κι απόψε αλλού να κοιμηθεί.
Και ίσως να μη μάθουμε τίποτα περισσότερο ποτέ.
Ίσως να μη γίνει ποτέ σε εμάς γνωστό ότι κάθησε κάτω από ενα παγκάκι στον ίσκιο ενός γερασμένου δέντρου αγναντεύοντας τη θάλασσα πριν εκείνη πάρει όλες τους τις σκέψεις.
Ίσως να μη μάθουμε ποτέ ότι δείπνησε με τις νεράιδες των δασών που πλάστηκαν από αστρόσκονη.
Ίσως το μόνο που να μας αρκεί να είναι η μοναξιά του ειδώλου του, ο αντικατοπτρισμός της σκέψης του στον καθρέφτη της ύπαρξης του. Και ίσως να μην είναι όσα νομίζουμε. Ίσως να μην είναι όσα φαίνεται. Ίσως να είναι κάτι άλλο τελικά.
Μας αρκεί;
Ναι; Όχι; Γιατί;
Μα ποιοι στο κάτω κάτω είμαστε εμείς που θέλουμε να μάθουμε;
Τι μας ενδιαφέρει;
Τι γέννησε την περιέργεια μας;
Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Κι ύστερα
Αυτός
Το μόνο που θέλησε
ήταν ξυπνώντας να βρει στο πλάι του τη μοναξιά του.
Ήταν ξυπνώντας
να την κοιτάζει κατάματα και να αφήνει ελεύθερες τις σκέψεις του
σαν τα ελεύθερα πουλιά που ερωτοτροπούσαν με τα δέντρα
ελεύθερα ν' αφήσει τα λόγια και τα μάτια του να στήσουν χορό
πάνω στ' αόρατο κορμί
πάνω στους αόρατους ιστούς που είχαν υφάνει την ψυχή του.
Κι ύστερα έβλεπε πάλι τα σεντόνια αδειανά και τσαλακωμένα
του έμοιαζαν σα να είναι τα σάβανα των ονείρων του
σαν τα κύματα της θάλασσας
που σκέπαζαν σαν πέπλα την πραγματικότητα του.
Κι έτσι σηκώθηκε
αφού στην μοναξιά του έδειξε άλλο δρόμο
και κατέβηκε στη θάλασσα.
Έκατσε στο παγκάκι του και κοίταζε με τις ώρες.
Άκουγε τα λόγια της.
Άκουγε τη μουσική της.
Αρχαϊκοί μονόλογοι νανούριζαν την ψυχή του.
Ξαφνικά του φάνηκε όλος ο κόσμος ένα τεράστιο σκηνικό.
Μπροστά του, μέσα στη θάλασσα παιζόταν η παράσταση.
Και αυτός πρωταγωνιστής μαζί και θεατής.
Λαθρεπιβάτης ενός πλοίου χωρίς προορισμό,
χωρίς εισητήριο.
Και όμως έβλεπε την πιο ωραία παράσταση που είχε δει μέχρι τότε στη ζωή του.
Στο άδειο κρεββάτι εκείνος.
Η μοναξιά του όρθια.
Και μέσα στο σκοτάδι άκουγε τα λόγια αρχαίας τραγωδίας.
Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη θάλασσα.
Το νερό κρύο ακούμπαγε το σώμα του.
Τα κύματα σηκώθηκαν καλύπτοντας τη σκηνή.
Και χάθηκε σε έναν ύπνο
-ή μήπως ήταν ξύπνιος;-
δίχως όνειρα.
Ακούγοντας μονάχα τη μοναξιά του
να σιγοπερπατά καθώς άφηνε άδεια τα σεντόνια της νύχτας να τον καλύψουν
καθώς την έβλεπε να φεύγει μέσα στο σκοτάδι
αφήνοντας άδειο δίπλα του το κρεββάτι.